Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Νῦν ἀπολύοις


Ὁ Στρατὴς τὸ στοιχειὸ -ἔτσι ἀκουγότανε τώρα σ᾿ ὅλο τὸ νησί, χρόνια καὶ χρόνια- δὲν ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε πάντ᾿ ἀλάργα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ παιδὶ μοῦτσος στὰ Σκοπελίτικα καράβια καὶ πιὸ ὕστερα ναύτης καὶ λοστρόμος καὶ καπετάνιος, καὶ τώρ᾿ ἀκόμα, ποὖχε παρατήσει τὶς θάλασσες, γέρος ὀγδοντάρης, κι ἔπιασε τοὺς γιαλούς, μὲ τὴ μικρή του ψαρόβαρκα, τὴ «Μαχώ» -τῆς μοναχοκόρης του τ᾿ ὄνομα- δὲν ἄλλαζε ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου μὲ τὴ μοναξιά του. Ἔτσι τοῦ κόλλησε καὶ τὸ παρανόμι. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μὲ τ᾿ ὄνομα. Ὡστόσ᾿ ὁ Στρατὴς δὲν ἤτανε καὶ τόσο μονάχος, στὴ μοναξιά του. Εἶχε τοὺς συντρόφους του. Κι ἂν δὲν τοὺς ἔβλεπε ὁ κόσμος, τί τάχα; Ὁ Στρατὴς γελοῦσε ἀπὸ μέσα του. «Τὰ μάτια τοῦ κόσμου, σὰ δὲν εἶναι στραβά, ἀλλοιθωρίζουν, ἔλεγε κάποτε μὲ τὸν ἑαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε μὲ τὰ μάτια μας. Κι ὅσα δὲ βλέπομε, εἶναι τὰ περισσότερα». Καὶ σὰν ἄκουγε τὸ παρανόμι του ἔλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειὸ καὶ μὲ τὰ στοιχειὰ ζῶ...».
Ὁ Στρατὴς στὴ μοναξιά του εἶχε τοὺς καλύτερους συντρόφους τοῦ κόσμου. Καὶ πῶς ἀλλιῶς; Ἄνθρωπος δὲ στάθηκε, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει μοναχός του. Οὔτε τὰ στοιχειά, τ᾿ ἀληθινὰ στοιχειά. Κι ὁ πιὸ ἔρημος ἀκόμα, καὶ στοῦ βουνοῦ τὴν κορφὴ καὶ στὴ μέση του πελάγου νὰ τὸν βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε ἀγρίμι στοῦ λόγγου τὰ βαθειά, καὶ τὸ καψαλισμένο δένδρο, καταμεσῆς τοῦ κάμπου, βρίσκει τὸν σύντροφό του. Πολλὲς φορὲς ἔκανε μὲ τὸ νοῦ του τὴ συλλογὴ τούτη ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, ὅταν ἄκουγε ἀποπίσω του τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Μὰ ὁ κόσμος εἶναι στραβός, ἔλεγε. Μὲ ὅ,τι βλέπει μιλάει.
- Μοναχὰ μέσα στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ βρεθῆ κανένας ἀληθινὰ ἔρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιὰ μπορεῖ νὰ σοῦ φέρει τρέλλα! Μακρυὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τὸν σύντροφό του. Καὶ τάχα μοναχὰ οἱ ἀνθρώποι εἶναι σύντροφοί μας; Ἕνα ζωντανό, ἕνα σκυλί, ἕνα γατί, ἕνα πετούμενο εἶναι κάποιες φορὲς καλύτεροι συντρόφοι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μονάχα τοῦτα; Ἕνα δένδρο, ἕνας βράχος, ἕνα κούτσουρο ἀκόμα. Τοὺς μιλᾷς καὶ σοῦ μιλοῦνε. T᾿ ἀγαπᾷς καὶ σ᾿ ἀγαποῦνε. Τύφλα νἄχουνε οἱ ἀνθρῶποι καὶ τὰ καλά τους.
Ωστόσ᾿ ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μήτε τέτοιο σύντροφο δὲν εἶχε κανένα. Οὔτε σκυλί, οὔτε γατί, οὔτε ζωντανό, οὔτ᾿ ἕνα κούτσουρο ἀκόμα.
Tο κορίτσι του, τὸ Μαχώ, τὴ μονάκριβή του, τὴν εἶχε ἀπὸ μικρή σε μία γερόντισσα, ποὺ τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὀρφανούλα. Στὴ χάση καὶ τὴ φέξη τὴν ἔβλεπε, τὰ πόδια του δὲ βαστούσανε ν᾿ ἀνεβαίνει συχνὰ ἀπάνω στὸ χωριὸ καὶ τὸ ψωμί του ἤτανε κάτω στὸ γιαλό. Μὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λαχτάρα της ἤτανε πάντα μαζί του. Καὶ μὲ αὐτὴ βαστιότανε στὸν κόσμο.
- Κι ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγάπη συντρόφοι μας εἶναι, ἔλεγε μοναχός του. Κι οἱ καλύτεροί μας συντρόφοι. Αὐτοὶ κι ὁ Στρατής. Τὸν ξέρω καὶ μὲ ξέρει. Τοῦ μιλῶ καὶ μοῦ μιλεῖ. Μαλλώνομε κι ἀγαπίζομε. Ὡς ποὺ νὰ κλείσομε τὰ μάτια καὶ νὰ χωρίσομε γιὰ πάντα.
Έτσι κάθε βράδι, σὰ μαγείρευε κανένα ψαράκι μὲς στὴ βάρκα του καὶ τραβοῦσε καὶ τὴν τσότρα του, ἔβαζε κέφι ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή, καὶ ξαπλωμένος ἀπάνω στὸ πρυμνιὸ σκαμνὶ ἀνάσκελα, κοίταζε τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κι ἄρχιζε τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὶς ἔγνοιες του. Περνούσανε οἱ ὦρες, χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει. Κι ὅταν κατέβαινε γλυκὰ ὁ ὕπνος ἀπὸ τ᾿ ἄστρα καὶ τοῦ γλυκοσφαλοῦσε τὰ μάτια, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἀποχαιρετοῦσε τὸ φίλο του: «Πολλὰ εἴπαμε, Στρατή. Ὥρα γιὰ ὕπνο, καληνύχτα». Ἔπαιρνε μία βαθειὰ ἀναπνοὴ κι ἔχανε τὸν κόσμο. Τὰ κυματάκια τὸν νανουρίζανε μὲ τὰ φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»
Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρὰ Θεοῦ, ποὺ τ᾿ ἀστέρια εἴχανε πληθύνει στὸν οὐρανὸ -μυριάδες ἄστρα εἴχανε προβάλει ἐκεῖνο τὸ βράδι ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ στριμώνονταν τρελλὰ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, νὰ χαροῦνε τὴν ὄμορφη νύχτα- ὁ Στρατὴς εἶχε γλέντι σὰν πάντα. Ὅλη ἡ τσότρα ἔγινε θυσία ἐκεῖνο τὸ βράδι. «Τράβα, Στρατή, ἄλλη μίαν ἀκόμα νὰ πᾶνε τὰ φαρμάκια κάτω». Καὶ τραβούσανε ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή. Σὰν ἔστρωσε καὶ ξαπλώθηκε καὶ τράβηξε κι ἕνα τσιμπουκάκι, ἔδεσε τὰ χέρια πίσω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι κι ἄρχισε τὴν κουβέντα:
- Καλὰ περάσαμε καὶ σήμερα, Στρατή.
- Δόξα σοι ὁ Θεός!
- Γιὰ κοίτα τ᾿ ἀστέρια, Στρατή. Σμάρι τ᾿ ἀστέρια ἀπόψε. Γεμίσανε τὰ οὐράνια. Κι ὅλο φανερώνονται καινούργια. Ὅλο βγαίνουνε καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουνε.
- Λὲς κι ἔχει πανηγύρι στὰ ψηλὰ ὁ γερο-Θεός. Ὅλα του τ᾿ ἀστέρια τἄβγαλε ὄξω, δὲν ἄφησε κανένα ἀπόψε.
- Καιρὸς γι᾿ ἀρμένισμα, Στρατή. Σὰν ἔχεις τέτοια ἀστροφεγγιά, τί νὰ τὸ κάνεις τὸ φεγγάρι; Ἄπιστο πρᾶμα. Σοῦ ρίχνει στάχτη στὰ μάτια. Σοῦ μπερδεύει τὶς στεριές, σοῦ ἀνακατεύει ὅλα τὰ πάντα. Λὲς καὶ κάνει μάγια ἀπάνω στὶς θάλασσες καὶ μαγεύει τοὺς μαρνέρους. Ἀνάθεμα τό! Δυὸ φορὲς ναυαγήσαμε μὲ τὸ φεγγάρι. Στρατή, τὸ θυμᾶσαι;
- Τὸ θυμᾶμαι, λέει; Ἡ θύμησή μας ἀπόμεινε... Καὶ δὲν εἶναι, ποὺ θὰ σὲ φᾶνε τὰ ψάρια, μόνο θὰ σοῦ ποῦνε καὶ τύφλα. Καὶ θὰ γελάει καὶ τὸ φεγγάρι ἀπὸ πάνω σου. Εἶδες, ἀλήθεια, πῶς γελάει τὸ φεγγάρι καμμιὰ φορά;
- Τὸ φεγγάρι; Δυὸ πῆχες ἀνοίγει τὸ στόμα του, Στρατῆ, σὰ θέλει νὰ γελάσει.
Ὁ Στρατὴς τέντωσε τὰ χέρια του καὶ ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τὰ χρόνια ποὺ περάσανε. Μιὰ ζωὴ ἀπάνω στὴ θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Ἔφαγε τὸ σάλαδο μὲ τὸ καντάρι, μὲ τὸ χουλιάρι ἤπιε τὴ θάλασσα. Φουρτοῦνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ὠκεανοί, πολιτεῖες, χαρές, λῦπες, λαχτάρες, ἀποθυμιές, χαροπαλέματα καὶ πανηγύρια. Ἕνα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ἀνάμεσα στεριὰ καὶ θάλασσα, χωρὶς ἀναπαμό, χωρὶς ἀνάσα. Μιὰ ζωὴ ὄρτσα καὶ πότζα. Μιὰ ζωὴ σάρπα καὶ φοῦντο. Τώρα στὴν ἀνατολὴ καὶ τώρα στὴ δύση. Νὰ τὰ συλλογίζεσαι καὶ νὰ σοῦ γυρίζει τὸ κεφάλι...
- Καὶ τί ἀπολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.
- Καὶ ποιὸς ἀπόλαψε τίποτε στὸν ψευτόκοσμο; Εἴτε καὶ γυρίζεις σὰν τὸν ἄνεμο, εἴτε καὶ μένεις καρφωμένος στὸ χῶμα, σὰν τὸ δεντρί, τὸ ἴδιο ἀπόλαψες. Χαρὲς καὶ λῦπες μία στιγμὴ ἕνα γίνονται. Καὶ δὲν τὶς ξεχωρίζεις τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλη...
- Σὰν παραμύθι, Στρατή, σὰν ξένο παραμύθι.
- Καὶ σὰν πάρει τέλος τὸ παραμύθι, τί σοῦ ἀπόμεινε; Ἕνας καημός. Ἕνας καημὸς γιὰ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου κι ἕνας γιὰ τ᾿ ἀχαμνά του.
- Ὥς που νὰ κλείσομε τὰ μάτια, Στρατή.
- Πὲς καὶ πὼς τἄχομε κλεισμένα. Τί βγαίνει; Ὡστόσο, πρὶν τὰ κλείσω, κάτι καρτερῶ νὰ δῶ ἀκόμα. Δὲ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸ δῶ. Σὰ μ᾿ ἀξιώσει, τότε θὰ πῶ κι ἐγώ: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα». Θὰ τὸ πῶ μὲ τὴν καρδιά μου σὰν τὸ γερο-Συμεών, ποὺ λένε τὰ γράμματα.
- Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, Στρατή.
- Πάει νὰ μαραθῇ τὸ καημένο τὸ κορίτσι! Ἕνα μου τ᾿ ἄφησε ἡ μάννα του, σὰν ἔφυγε. Μαζὶ φύγαμε στὸ ταξίδι. Ἐγὼ ξαναγύρισα, κι ἐκείνη -Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴν!- δὲν ξαναγύρισε πιά. Βρῆκε καλύτερα καὶ μᾶς ἄφησε. Τί νὰ γένει; Εἶπα κι ἐγὼ νὰ μ᾿ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ βλογήσω, νὰ πιάσω παιδὶ ἀπ᾿ τὰ χέρια του, νὰ χαρῇ κι ἐκείνη ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται. Δὲν ἤτανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε τὴν τύχη τους, ἀκουμπήσανε τὸ κεφάλι τους. Τοῦ σχοινιοῦ καὶ τοῦ παλουκιοῦ καὶ βρήκανε τὸν δικό τους. Εἴχανε μαννάδες αὐτά. Τὰ ὀρφανὰ ὅμως; Αὐτὰ τὰ φυλάει, λέει, ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂς εἶναι. Σὰν τὸν κρίνο στὴ γλάστρα μαράθηκε τὸ Μαχώ. Κι ἡ ἔγνοια του μοῦ δίνει ζωὴ ἐμένα.
- Ἔχει ὁ Θεός, Στρατή... Ποῦ ξέρεις ἀκόμα; Καθένας μὲ τὴν τύχη του. Μὴν τὸ βάζεις μαράζι. «Ἀργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» τὸ λέει κι ἡ παροιμία...
Ένας βῆχας ξερὸς ἀκούστηκε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας. Ἕνας κόμπος ἔπιασε τὸν Στρατὴ στὸ λαιμό, κάτι τι τοῦ φάνηκε, πὼς τοῦ ἀποστάθηκε στὸ λαρύγγι κι ἔβηξε νὰ τὸ πετάξει. Ἄκουσε μόνος του τὸ βῆχα του μέσα στὴ σιγαλιὰ καὶ ξαφνίστηκε.
- Ποιὸς ἔβηξ᾿ ἔτσι; Χριστὸς καὶ Παναγιά!
- Κανένας. Ἐσὺ ἔβηξες, Στρατή.
- Ἀλήθεια, ἐγὼ ἔβηξα. Καὶ ξαφνίστηκα. Νόμισα πῶς ἔβηξε τὸ Μαχώ. Δὲν μπορῶ ν᾿ ἀκούω ἄνθρωπο νὰ βήχει... Δὲν μπορῶ.
Mια σιωπὴ θανατικὴ ἔπνιξε τὸ βῆχα. Τσιμουδιὰ δὲν ἀγροικιότανε τριγύρω. T᾿ ἀστέρια λαμπυρίζανε βουβὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ κυματάκια, ποὺ φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας ἀποκοιμήθηκαν κι αὐτά. Λὲς κι ὁ γερο-Θεός, κουρασμένος ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, εἶχε κλείσει τὰ μάτια του μέσα στὰ οὐράνια κι οἱ ἄγγελοι στάζαν᾿ ἀφιόνια πάνω σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, καμμιὰ φωνὴ νὰ μὴν ξυπνήσει τὸν Κύριο.
Ὁ Στρατὴς σήκωσε τὰ μάτια του πονετικά.
- Ἡ Πούλια ἔγυρε νὰ βασιλέψει, εἶπε σιγὰ-σιγά, κλείνοντας τὰ μάτια. Ἔγνοιες μου κοιμηθῆτε, νὰ ξυπνήσομε πάλι τὴν αὐγή...
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.
Ὅλη τὴν ἡμέρα -ἀνήμερα τοῦ Χριστοὺ- ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα τοῦ Στρατῆ, σάλευε μοναχή της, δεμένη στὸν ξύλινο μῶλο. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ δὲν εἶχε φανῆ καθόλου στὸ γιαλό. Δὲν ἤτανε ἡ μεγάλη σκόλη ποὺ τὸν κράτησε μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα του. Οὔτε ἀπόκρηα, οὔτε Λαμπρή, οὔτε ἄλλη μεγάλη γιορτὴ τὸν ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα τοῦ Χάρου τὰ πανηγύρια τὸν ξελογιάζανε τὸν Στρατή. Κι ἤτανε τὸ τελευταῖο τοῦτο, ἀνήμερα τοῦ Χριστοῦ.
Bράδι-βράδι κατὰ τὸ σούρπωμα φάνηκε ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, κατεβαίνοντας στὸ γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, μὲ τὸ κομπολόγι κρεμασμένο πίσω ἀπ᾿ τὰ δεμένα χέρια του, περπατοῦσε, τρεκλίζοντας σὰ μεθυσμένος. Μὲ τὸν κοῦκο κατεβασμένον ὡς κάτω στὰ μάτια, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ βλέπει τὸν κόσμο, μ᾿ ἕνα μαῦρο πουκάμισο, ποὺ τοὔπνιγε σὰ θηλιὰ τὸ λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας ἀπάνω στὰ ξερολίθαρα. Ψυχὴ δὲν ἤτανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει, ἀφήνοντας χρυσάφια πίσω τοῦ -ὁ Στρατὴς δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα- καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε ψηλώσει στὸν οὐρανό, γεμίζοντας τὸν ἕνα γαλάζιο φῶς. Ἕνα πανηγύρι κάνανε στὸν οὐρανὸ τὰ σμιγμένα χρώματα, σὰν νὰ καλούσανε ὅλες τὶς ψυχὲς στὸ γλυκὸ ξεφάντωμα. Ὁ Στρατής, μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο κάτω, δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα. Ἕνας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ᾿ ἕνα περιβόλι τοὔφερε στὰ ρουθούνια μία μυρωδιὰ παράξενη ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς, ποὺ τοῦ φάνηκε γλυκειὰ σὰν παρηγοριὰ καὶ σὰν κάλεσμα νὰ πέσει καὶ νὰ κοιμηθῇ ἕναν ἀξύπνητον ὕπνο.
Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ κάτω στὸ γιαλὸ καὶ πέρασε τὴν ξύλινη σκάλα. Ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα του, τὸν περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη ἀπάνω στὰ νερά. Σὰν πέσανε τὰ μάτια του ἀπάνω της τοὔρθανε τὰ κλάματα. Στάθηκε καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του, τὸ γέρικο κεφάλι μὲ τ᾿ ἄσπρα μακρυὰ μαλλιά, τὸ κούνησε λυπητερὰ καὶ κατάπιε μέσα του τὰ δάκρυά του. Ἔλυσε τὸ σχοινὶ καὶ πήδησε μέσα, ὅπως ἔκανε πάντα. Οὔτε ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε σήμερα τί ἔκανε. Ἔπιασε τὰ κουπιά, ἀλαργάρησε λιγάκι καὶ φουντάρησε ἀρόδου. Σὰν ἔσβησε ὁ κρότος τῆς ἄγκυρας μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δειλινοῦ, στάθηκε στὴ μέση της βάρκας σὰ χαμένος. Ποτὲ δὲν εἶχε πέσει τόσο βαρειὰ ἡ ἄγκυρα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ νεροῦ. Στάθηκε πολλὴν ὥρα ἔτσι σαστισμένος. Ὕστερα, ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ πέσει νὰ κοιμηθῇ. Μὰ πάλι τοῦ ᾖρθε νὰ σηκώσει τὴν ἄγκυρα, νὰ ζυγώσει στὸ μῶλο καὶ νὰ βγεῖ στὴ στεριά. Τὸν ἔπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορὰ ἔνοιωθε, πὼς ἤτανε μοναχός του μέσα στὸν κόσμο καὶ μοναχός του μέσα στὴ βάρκα. Ἀληθινὸ στοιχειό. Καὶ ὁ κόσμος τοῦ φάνηκε τώρα δυὸ φορὲς πιὸ μεγάλος κι ἡ βάρκα του καράβι τρικάταρτο, ποὺ βρισκότανε μέσα μοναχός του κι ἔρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος ἀπὸ ἕνα μαμούνι. Καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀποκρινότανε τώρα, σὰν τὶς ἄλλες φορές, στοὺς στοχασμούς του. Οἱ ἔγνοιες του εἴχανε πεθάνει κι αὐτές. Καὶ τοῦ ᾖρθε φόβος. Ξανάκαμε τὸ σταυρό του, καὶ καθὼς δὲν τὸν βαστούσανε πιὰ τὰ πόδια, ἔγειρε καὶ ξαπλώθηκε χάμου, σὰ ζαλισμένος. Τὰ γέρικα στήθια του ἀνεβοκατεβαίνανε, σὰν νὰ τὰ τάραζε φουρτούνα, τὸ κεφάλι τοῦ σάλευε, τὸ ἄσπρο κεφάλι, σ᾿ ἕνα μοιρολόγι παράξενο χωρὶς δάκρυα.
- Στὸ καλό, Μαχώ, στὸ καλό, παιδί μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Νυφοῦλα μὲ τ᾿ ἄσπρα σε προβόδησα. Μαχώ, μὲ τὸν γαμπρὸ τὸν καβαλλάρη. Στὸ καλό, Μαχώ, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα. Αὐτὸ καρτερούσανε νὰ δοῦνε τὰ μάτια μου...
Ἕνα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὰ μάτια του, σὰν μπόρα ποὺ ξεσπάει μὲς στὴν ἄψη τῆς κουφόβρασης.
- Στὸ καλό, Μαχώ μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἔφυγες καὶ πῆρες μαζί σου τὶς ἔγνοιες μου καὶ τὶς λαχτάρες μου. Τὸ Στρατὴ μαζί σου τὸν πῆρες. Κι ἀπόμεινα ἕνα ξερὸ κουφάρι, μονάχος κι ἀπομόναχος. Ἕνα κουφάρι γιὰ πέταμα. Ποῦ οὔτε νὰ τὸ πετάξεις δὲν ἀξίζει. Στοιχειὸ τοῦ στοιχειοῦ. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἄς μοῦ τὰ κλείσει τώρα ὁ Θεός...
Έκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν τ᾿ ἄνοιξε πιά. Καμμιὰ φωνὴ δὲν τὸν καλονύχτισε τώρα. Κι οἱ συντρόφισσές του, οἱ ἀχώριστες οἱ ἔγνοιες κι οἱ λαχτάρες, τὸν ἀφήσανε κι αὐτὲς καὶ φύγανε μακρυά. Τὰ κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας:
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...

(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, A´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)
Παύλος Νιρβάνας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου