Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

ΠΕΡΙ ΠΕΝΘΟΥΣ ( ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ)




Αξιοπαρατήρητα είναι αυτά που γίνονται και λέγονται από τους περισσότερους στις κηδείες, και όσα λένε εκείνοι που τάχα τους παρηγορούν, πώς θεωρούν ανυπόφορα αυτά που συμβαίνουν σ΄αυτούς που κλαίνε και σ΄εκείνους που μοιρολογούν. Μά τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, δεν είναι καθόλου βέβαιοι άν ό,τι έγινε είναι κακό και άξιο λύπης ή απεναντίας ευχάριστο και καλλίτερο για τους παθόντες, αλλά από συνήθεια και κοινό έθιμο λυπούνται και οδύρονται.

΄Οταν λοιπόν πεθάνει κανείς, κάνουν το εξής: Αλλά πριν απ΄αυτό, θέλω να πώ ποιές ιδέες έχουν για τον θάνατο, γιατί έτσι θα εξηγηθεί για ποιό λόγο κάνουν και λέγουν εκείνα τα περιττά. 
Ο πολύς κόσμος, εκείνοι που οι σοφοί ονομάζουν κοινούς ανθρώπους, πιστεύει σε όσα λένε γι΄αυτά ο ΄Ομηρος και ο Ησίοδος και οι άλλοι μυθοπλάστες και ως θεόπνευστες θεωρώντας τις ποιητικές διηγήσεις αυτών, φαντάζονται ότι κάτω από τη γη υπάρχει τόπος βαθύς, ο ΄Αδης. Είναι δε μεγάλος και ευρύχωρος ο τόπος αυτός και σκοτεινός και χωρίς ήλιο, ώστε να μην εννοείται  ότι φωτίζεται για να βλέπουν ο ένας τον άλλο αυτοί που βρίσκονται σ΄αυτόν. Στην καταβόθρα αυτή βασιλεύει ο αδελφός του Διός Πλούτων, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, όπως μου είπε κάποιος σοφός, γιατί είναι πλούσιος από νεκρούς, έχει δηλαδή στην εξουσία του μεγάλο πλήθος νεκρών.

Αυτός λοιπόν ο Πλούτων κανόνισε την πολιτεία των νεκρών πώς θα είναι. Αφου του έλαχε η επί των αποθανόντων εξουσία , άμα τους παραλαμβάνει στο βασίλειό του, τους κρατά με δεσμά άλυτα και σε κανένα δεν επιτρέπει να τραπεί προς την επάνω οδό, εκτός από πολύ λίγους, στους οποίους μόνο  καθ΄ολη τη διάρκεια των αιώνων επετράπη η επάνοδος για πολύ σπουδαίους λόγους. 

Περιβρέχουν την χώρα αυτού ποταμοί μεγάλοι και φοβεροί , όπως φαίνεται, και μόνο από τα ονόματά τους. ονομάζονται Κωκυτοί, Πυριφλεγέθοντες και τα παρόμοια. Αλλά ακόμη σπουδαιότερη είναι η Αχερουσία λίμνη, που βρίσκεται στην αρχή του ΄Αδη, δέχεται πρώτη αυτούς που έρχονται , δεν μπορεί κανείς να την διαπλεύσει ή να περάσει, οπωσδήποτε χωρίς τον πορθμέα. γιατί είναι πολυ βαθειά ώστε να μην μπορεί κανείς να την περάσει με τα πόδια και αρκετά πλατιά ώστε να μην μπορεί κανείς να την διέλθει κολυμπώντας, αλλά ούτε τα νεκρά πτηνά μπορούν να περάσουν πετώντας.

Στην είσοδο, η οποία έχει και πύλη αδαμάντινη, παραμένει ο ανιψιός του βασιλιά Αιακός, στον οποίο είναι ανατεθειμένο να την φρουρεί και κοντά του σκύλος τρικέφαλος με μεγάλα δόνται, ο οποίος αυτούς μεν που έρχονται απ΄έξω τους βλέπει με τρόπο ήμερο και φιλικό, εκείνους δε που προσπαθούν να αποδράσουν τους γαυγίζει και με το φοβερό του στόμα τους κατατρομάζει.

΄Αμα δε περάσουν την λίμνη, βρίσκουν στο εσωτερικό μεγάλο λειβάδι, κατάφυτο από ασφοδέλους, και πηγή ύδατος, το οποίο αφαιρεί την μνήμη. γι΄αυτό και ονομάστηκε νερό της λήθης.Αυτά αναμφίβολα διηγήθηκαν στους παλιούς η ΄Αλκηστη και ο Πρωτεσίλεως από την Θεσσαλία, ο Θησέας ο γιός του Αιγέα και ο Ομηρικός Οδυσσέας, πολύ σοβαροί και αξιόπιστοι μάρτυρες, οι οποίοι βέβαια δεν θα ήπιαν από την πηγή της λήθης, αλλιώς δεν θα θυμούνταν όλ΄αυτά. Κατά τις διηγήσεις λοιπόν αυτών, ο Πλούτων και η Περσεφόνη βασιλεύουν και έχουν την ανώτατη επί όλων εξουσία. υπηρετούν δε αυτούς και συμπράττουν στην κυβέρνηση πολυάριθμες Ερινύες και Ποινές και Φόβοι και ο Ερμής, ο οποίος όμως δεν είναι τακτικός. 

Ως υπαρχηγοί δε μεγιστάνες και δικαστές είναι διορισμένοι δύο, οι Κρήτες, Μίνως και Ραδάμανθυς, οι οποίοι είναι του Διός γιοί. Αυτοί τους μεν καλούς και δίκαιους που έζησαν βίο ενάρετο, όταν συγκεντρωθούν πολλοί , τους στέλνουν σαν σε αποικία, στο Ηλύσιο πεδίο, όπου τους περιμένει η μακαριότερη ζωή. ΄Οσους δε συλλάβουν κακούς τους παραδίδουν στις Ερινύες, για να τους οδηγήσουν στο μέρος το ορισμένο για τους αμαρτωλούς και τιμωρηθούν ανάλογα με τις αδικίες τους.  Εκεί υποβάλλονται σε όλα τα βασανιστήρια, στρεβλούμενοι, καιόμενοι, από γύπες τρωγόμενοι, σε τροχό στρεφόμενοι και λίθους κυλούντες. 





Ο Τάνταλος παραδείγματος χάριν στέκεται μπροστά από τη λίμνη διψασμένος και κινδυνεύει ο δυστυχής να πεθάνει δεύτερη φορά από δίψα. ΄Οσοι δε, έζησαν μέση ζωή, ούτε εντελώς ενάρετοι, ούτε τελείως φαύλοι ( είναι δε αυτοί πολυάριθμοι) περιπλανώνται στο λειμώνα χωρίς σώμα, σαν σκιές , εξαφανιζόμενοι, όπως ο καπνός , όταν τον αγγίξεις. Αυτοί τρέφονται με τις χοές και τις θυσίες τις οποίες προσφέρουν στους τάφους. ΄Ωστε, άν κανείς δεν άφησε συγγενή ή φίλο στη γή, μένει χωρίς τροφή και λιμοκτονεί , μεταξύ των νεκρών.


Τόσο πιστεύει ο λαός σ΄αυτά, ώστε άμα κανείς, πεθάνει, οι συγγενείς κατ΄αρχήν θέτουν οβολό στο στόμα του για να πληρώσει τον πορθμέα της Αχερουσίας, χωρίς να εξετάζουν ποιό νόμισμα έχει τιμή και κυκλοφορεί στον ΄Αδη και άν περνά ο Αττικός, ή ο Μακεδονικός ή ο Αιγινήτικος οβολός. ούτε σκέπτονται ότι θα ήταν πολύ προτιμότερο να μην έχουν να πληρώσουν τα πορθμεία οι νεκροί, γιατί έτσι δεν θα τους δεχόταν ο πορθμέας και θα επέστρεφαν πάλι, ξαναερχόμενοι στη ζωή. ΄Επειτα αφού τους λούσουν, σαν να μην αρκεί η λίμνη του ΄Αδη για να κάνουν λουτρό, και αλείψουν με το εκλεκτότερο άρωμα το σώμα, το οποίο ήδη πλησιάζει στην δυσωδία,  τους στεφανώσουν με τα άνθη της εποχής, τους εκθέτουν λαμπρά ενδεδυμένους , για να μην κρυώνουν, φαίνεται , καθ΄οδόν και να μην τους δει γυμνούς ο Κέρβερος. Συγχρόνως κλάινε και οδύρονται οι γυναίκες και όλοι χύνουν δάκρυα και χτυπούν τα στήθη και τραβούν τα μαλλιά τους και ματώνουν με τα νύχια τα μάγουλά τους. Ενίοτε δε και σχίζουν τα ενδύματά τους και ρίχνουν σκόνη στο κεφάλη τους και οι ζώντες γίνονται πιό αξιοθρήνητοι και από τον νεκρό. Γιατί αυτοί μεν πολλές φορές κυλιούνται κατά γής και χτυπούν το κεφάλι στο έδαφος, αυτός δε σεμνός και καλλωπισμένος , καταστόλιστος με στεφάνια, είναι τοποθετημένος σε μέρος ψηλό και περίβλεπτο , σαν να είναι ετοιμασμένος για πομπή.

΄Επειτα η μάνα  ή και αυτός ο πατέρας του προχωρά εν μέσω των συγγενών και αφού τον αγκαλιάσει ( αν υποτεθεί ότι είναι νέος και ωραίος, για να είναι το δράμα που παίζεται, ζωηρότερο) βγάζει φωνές αλλόκοτες και μάταιες, στις οποίες ο νεκρός θ΄αποκρινόταν, άν είχε φωνή. Λέει ο πατέρας με θρηνώδη φωνή και μακραίνοντας κάθε λέξη " Παιδί μου, παιδί μου, πολυαγαπημένο, που πέθανες και σ΄επήρε ο Χάρος πρόωρα! Γιατί φεύγεις και μ΄αφήνεις έρημο εμένα τον μαύρο; Γιατί πεθαίνεις πριν να πατρευτείς και κάνεις παιδιά, πριν να πας στρατιώτης, πριν να καλλιεργήσεις τη γή, πριν να γεράσεις; Δεν θα τραγουδάς πιά τη νύχτα, ούτε θα ερωτευθείς , παιδί μου, ούτε θα μεθύσεις  σε συμπόσια με τους συνομηλίκους σου".

Αυτά και άλλα θα πεί, νομίζοντας πως ο γιός του έχει μεν ανάγκη απ΄αυτά και τα επιθυμεί και μετά τον θάνατο, αλλά δεν μπορεί πιά να τ΄απολαύσει. Αλλ΄αυτά είναι μόνο; Πόσοι άλλοι και άλογα και παλλακίδες και οινοχόους έσφαξαν στους τάφους και ενδύματα και άλλα στολίσματα συνέκαψαν ή συνέθαψαν για να συνοδεύσουν τάχα τους νεκρούς και να τα χρησιμοποιούν και να τα απολαμβάνουν αυτοί στον ΄Αδη;

O γέροντας όμως που πενθώντας κατ΄αυτό τον τρόπο θρηνολογεί όσα ανέφερα και ακόμη περισσότερα, όχι χάριν του γιού του -γιατί γνωρίζει ότι και του Στέντορος την φωνή άν έχει δεν θα τον ακούσει ο νεκρός- αλλά ούτε και για τον εαυτό του. γιατί και μόνο άν τα σκέφτεται, χωρίς να φωνάζει είναι αρκετό. δεν έχει κανείς ανάγκη να φωνάξει προς τον εαυτό του.  Επομένως για τους παρόντες φλυαρεί έτσι, και δεν γνωρίζει ούτε τί έπαθε με το θάνατο ο γιός του, ούτε πού πήγε. αλλά ούτε εξετάζει πιά πραγματικά είναι η ζωή, αλλιώς δεν θα θρηνούσε σάν συμφορά την μετάσταση αυτή. 
Και ο γιός του θα μπορούσε να του απαντήσει άν ο Αιακός και ο Αιδωνεύς του επέτρεπαν να προβάλει λίγο από το στόμιο του ΄Αδη για να προτρέψει τον πατέρα του να παύσει τις μάταιες κραυγές. "Δυστυχισμένε άνθρωπε, τί φωνάζεις.Γιατί σκοτίζεσαι; Πάψε να τραβάς τα μαλλιά σου και να σπαράζεις την επιδερμίδα του προσώπου σου. Γιατί με βρίζεις με τους θρήνους σου και με αποκαλείς δυστυχή και ελεεινό, ενώ έγινα πολύ καλύτερος και ευτυχέστερος , από εσένα, ή τί το φοβερό νομίζεις οτι έπαθα; ή σου φαίνεατι πως είμαι δυστυχής γιατί δεν έγινα γέρος όπως εσύ, φαλακρός , με πρόσωπο καταζαρωμένο, καμπούρης και βραδυκίνητος και εντελώς αποσαθρωμένος από τον χρόνο; Και αφού έζησες τόσα και τόσα χρόνια, σήμερα παραληρείς ενώπιον τόσων ανθρώπων.  

 

΄Ω, ανόητε άνθρωπε, τί το καλό βλέπεις στη ζωή, το οποίο εγώ θα στερηθώ; ή θα μου αναφέρεις τα μεθύσια και τα γεύματα και τους στολισμούς και τις ερωτικές απολαύσεις και φοβάσαι ότι επειδή θα τα στερηθώ , θα χαθώ; Αγνοείς ότι το να μην διψά κανείς είναι  πολύ καλύτερο από το να πίνει και το να μην πεινά από το να τρώει και το να μην κρυώνει από το να έχει άφθονα ενδύματα;

Επειδή φαίνεται ότι αγνοείς, έλα να σε διδάξω πώς να θρηνολογείς αληθέστερα. Λοιπόν άρχισε πάλι και φώναζε - Δυστυχισμένο παιδί, δεν θα διψάσεις πιά, δεν θα πεινάσεις, ούτε θα κρυώνεις. ΄Εφυγες, κακότυχε, κι΄εσώθης από τις αρρώστειες, και ούτε πυρετό φοβάσαι πιά, ούτε εχθρό, ούτε τύρρανο. Ούτε έρως θα σε σκοτίσει , ούτε συνουσία θα σε παραμορφώσει, ούτε θα ασωτεύεις στην υγεία και την ζωή σου δύο και τρεις φορές την ημέρα. Τί συμφορά! Δεν θα καταφρονηθείς σαν γέρος, ούτε θα προξενείς στους νέους αποστροφή.  - Αν έλεγες αυτά πατέρα, δεν σου φαίνεται πως θάλεγες πολύ πιό αληθινά λόγια, αλλά όχι και λιγότερο από τα πρώτα γελοία. Αλλά ίσως σε λυπεί η ιδέα του μεγάλου σκότους το οποίο επικρατεί εδώ κάτω και σύντομα φοβάσαι μήπως πνιγώ στο μνήμα που θα κλειστώ. Αλλά πρέπει να σκεφθείς πως όταν τα μάτια μου σαπίσουν ή καούν μετά από λίγο, άν αποφασίσατε να με κάψετε, ούτε σκότος, ούτε φως θα μπορώ να βλέπω.

Αλλά ας έλθουμε τώρα στο άλλο. Δεν μου λέτε τί θα με ωφελήσουν τα κλάμματά σας, αυτό το ρυθμικό στηθοκόπημα και των γυναικών τα ατελείωτα θρηνολογήματα;  Τί θα μου κάνει η ανθοστεφανωμένη πέτρα που θα μπεί πάνω στο μνήμα μου , ή τί θα χρησιμεύσει ο άκρατος οίνος που θα χύσετε στον τάφο μου ; Μήπως νομίζετε ότι θα διαπεράσει και θα φθάσει μέχρι εμάς κάτω στον ΄Αδη; Αλλά βλέπετε στις επιτάφιες θυσίες ότι το νοστιμότερο μέρος του σφαγίου φεύγει προς τον ουρανό φερόμενο από τον καπνό, και σε τίποτα δεν ωφελεί εμάς που είμαστε στον κάτω κόσμο, αυτό δε που μένει, είναι στάχτη άχρηστη , εκτός άν νομίζετε πως τρεφόμεθα με στάχτη. Δεν είναι τόσο άγονο και άκαρπο το βασίλειο, του Πλούτωνα, ούτε έχουμε έλλειψη ασφοδέλων, τόση , ώστε να περιμένουμε να μας στέλνετε εσείς τροφές. Από πολλή ώρα ήδη, σας ορκίζομαι στην Τισιφόνη, θα είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια για όσα λέτε και κάνετε, άν δεν με εμόδιζε το πανί και το έριο με τα οποία μου έχετε σφίξει τις σιαγόνες".
"΄Αμα είπε αυτά τον κάλυψε ο θάνατος"

Λοιπόν εάν, σας παρακαλώ, ο νεκρός σηκωθεί και στηριζόμενος στον αγκώνα του πεί τα παραπάνω, δεν θα μας φανεί πως τα λέει πολύ δίκαια;
Kαι όμως οι ανόητοι άνθρωποι, όχι μόνο οι ίδιοι φωνάζουν αλλά καλούν και μοιρολογιστή, που έχει απομνημονεύσει διάφορες παλιές συμφορές και τον μεταχειρίζονται σαν βοηθό και συναγωνιστή στις ανοησίες τις οποίες λένε. Και αυτός μεν αρχίζει, αυτοί δε επαναλαμβάνουν τον θρήνο σύμφωνα με τον ήχο.

Και η μεν ανοησία των θρηνολογημάτων είναι γενική συνήθεια. πέραν δε αυτού, τα έθιμα των ταφών διαφέρουν κατά έθνη. Ο ΄Ελληνας καίει τον νεκρό, ο Πέρσης τον θάβει, ο Ινδός τον περιχύνει με υαλώδη λάσπη, ο Σκύθης τον τρώει, ο Αιγύπτιος τον βαλσαμώνει. Ο τελευταίος- το γνωρίζω εξ ιδίας αντιλήψεως, - αφού ξηράνει τον νεκρό τον έχει ομοτράπεζο και συμπότη. πολλές φορές και όταν έχει ανάγκη χρημάτων ο Αιγύπτιος τον βγάζει από την δυσχέρεια ο αδελφός ή ο πατέρας που δίδεται ως ενέχυρο. 
Τα αναχώματα δε και οι πυραμίδες, οι στήλες και τα επιγράμματα, τα οποία λίγο διαρκούν, δεν είναι όλα αυτά περιττά και όμοια με παιχνίδια;

Mερικοί, ακόμα και αγώνες κάνουν προς τιμή των νεκρών και λόγους επιτάφιους εκφωνούν σαν να συνηγορουν ή μαρτυρούν υπέρ του νεκρού ενώπιον των δικαστών του ΄Αδη. Μετά από αυτά γίνεται το γεύμα της παρηγοριάς, στο οποίο παρακάθηνται οι συγγενείς και προσπαθούν να παρηγορούν τους γονείς για τον αποθανόντα και τους πείθουν να φάνε, αυτοί δε, μα τον Δία, δεν δυσκολεύονται να πεισθούν, γιατί η τριήμερη πείνα τους έχει εξαντλήσει. Αλλά, τέλος πάντων, λέγουν οι παρηγορητές, μέχρι πότε θα κλαίμε; Αφήστε ν΄αναπαυθεί η ψυχή του μακαρίτη. Αλλά και άν σκέπτεσθε να κλαίτε όλη σας τη ζωή, ακριβώς γι΄αυτό δεν πρέπει να μένετε χωρίς τροφή για ν΄αντέχετε στην τόση μεγάλη λύπη. Τότε δε μάλιστα όλοι θυμούνται δύο στίχους του Ομήρου.
" Και αυτή η Νιόβη , θυμήθηκε την τροφή"
και "Οι Αχαιοί δεν πρέπει να πενθούν τους νεκρούς με το στομάχι".



Οι δε περίλυποι γονείς αρχίζουν να τρώνε, με ντροπή στην αρχή και φοβούμενοι να φανούν ότι μετά τον θάνατο των προσφιλών εξακολουθούν να διατηρούν τα ανθρώπινα πάθη.

Αυτά και άλλα πολύ γελοιοδέστερα θα δει κανείς αν παρατηρεί , όσα γίνονται στις κηδείες, για το λόγο ότι οι περισσότεροι των ανθρώπων θεωρούν το θάνατο , σαν το μέγιστο κακό.

Λουκιανός
Τόμος Ι, εκδόσεις Γεωργιάδη
(η απόδοση στην νέα Ελληνική έχει ελαφρώς τροποποιηθεί, για ν΄αποδοθεί στην καθομιλουμένη )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου