Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

ΗΜΕΤΕΡΗ ΔΕ ΠΟΛΙΣ..ΟΥΠΟΤ΄ΟΛΕΙΤΑΙ



Σόλων
Eλεγειακός ποιητής, ιαμβογράφος αλλά και σημαντικός πολιτικός και νομοθέτης



ἡμετέρη δὲ πόλις κατὰ μὲν Διὸς οὔποτ΄ ὀλεῖται
αἶσαν καὶ μακάρων θεῶν φρένας ἀθανάτων·
τοίη γὰρ μεγάθυμος ἐπίσκοπος ὀβριμοπάτρη
Παλλὰς Ἀθηναίη χεῖρας ὕπερθεν ἔχει·
5 αὐτοὶ δὲ φθείρειν μεγάλην πόλιν ἀφραδίηισιν
ἀστοὶ βούλονται χρήμασι πειθόμενοι͵
δήμου θ΄ ἡγεμόνων ἄδικος νόος͵ οἷσιν ἑτοῖμον
ὕβριος ἐκ μεγάλης ἄλγεα πολλὰ παθεῖν·
οὐ γὰρ ἐπίστανται κατέχειν κόρον οὐδὲ παρούσας
10 εὐφροσύνας κοσμεῖν δαιτὸς ἐν ἡσυχίηι
…….………………………………………………………..
πλουτέουσιν δ΄ ἀδίκοις ἔργμασι πειθόμενοι
…….………………………………………………………..
οὔθ΄ ἱερῶν κτεάνων οὔτε τι δημοσίων
φειδόμενοι κλέπτουσιν ἀφαρπαγῆι ἄλλοθεν ἄλλος͵
οὐδὲ φυλάσσονται σεμνὰ Δίκης θέμεθλα͵
15 ἣ σιγῶσα σύνοιδε τὰ γιγνόμενα πρό τ΄ ἐόντα͵
τῶι δὲ χρόνωι πάντως ἦλθ΄ ἀποτεισομένη͵
τοῦτ΄ ἤδη πάσηι πόλει ἔρχεται ἕλκος ἄφυκτον͵
ἐς δὲ κακὴν ταχέως ἤλυθε δουλοσύνην͵
ἣ στάσιν ἔμφυλον πόλεμόν θ΄ εὕδοντ΄ ἐπεγείρει͵
20 ὃς πολλῶν ἐρατὴν ὤλεσεν ἡλικίην·
ἐκ γὰρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον ἄστυ
τρύχεται ἐν συνόδοις τοῖς ἀδικέουσι φίλαις.
ταῦτα μὲν ἐν δήμωι στρέφεται κακά· τῶν δὲ πενιχρῶν
ἱκνέονται πολλοὶ γαῖαν ἐς ἀλλοδαπὴν
25 πραθέντες δεσμοῖσί τ΄ ἀεικελίοισι δεθέντες
…….………………………………………………………..
οὕτω δημόσιον κακὸν ἔρχεται οἴκαδ΄ ἑκάστωι͵
αὔλειοι δ΄ ἔτ΄ ἔχειν οὐκ ἐθέλουσι θύραι͵
ὑψηλὸν δ΄ ὑπὲρ ἕρκος ὑπέρθορεν͵ εὗρε δὲ πάντως͵
εἰ καί τις φεύγων ἐν μυχῶι ἦι θαλάμου.
30 ταῦτα διδάξαι θυμὸς Ἀθηναίους με κελεύει͵
ὡς κακὰ πλεῖστα πόλει Δυσνομίη παρέχει·
Εὐνομίη δ΄ εὔκοσμα καὶ ἄρτια πάντ΄ ἀποφαίνει͵
καὶ θαμὰ τοῖς ἀδίκοις ἀμφιτίθησι πέδας·
τραχέα λειαίνει͵ παύει κόρον͵ ὕβριν ἀμαυροῖ͵
35 αὑαίνει δ΄ ἄτης ἄνθεα φυόμενα͵
εὐθύνει δὲ δίκας σκολιάς͵ ὑπερήφανά τ΄ ἔργα
πραΰνει· παύει δ΄ ἔργα διχοστασίης͵
παύει δ΄ ἀργαλέης ἔριδος χόλον͵ ἔστι δ΄ ὑπ΄ αὐτῆς
πάντα κατ΄ ἀνθρώπους ἄρτια καὶ πινυτά.


H πόλη η δική μας ποτέ δεν πρόκειται να χαθεί, όσο εξαρτάται από
του Δία τις αποφάσεις και από τις διαθέσεις των μακάριων θεών.
Γιατί ένας τέτοιος προστάτης-φύλακας, η Παλλάς Aθηνά, μεγαλόπνοη
κόρη παντοδύναμου πατέρα, κρατά τα χέρια πάνωθέ της. Eίναι,
αντίθετα, των αστών των ίδιων η βούληση που καταστρέφει μια μεγάλη
πόλη, η έλλειψη σύνεσης και η υποδούλωσή τους στο χρήμα· το ίδιο
χωρίς αρχές είναι και του δήμου οι ηγέτες, που από τη μεγάλη αλαζονεία
τους πολλά μέλλει να τραβήξουν: γιατί είναι ανίκανοι να συγκρατήσουν
την υπερβολή και να απολαύσουν ένα γιορταστικό συμπόσιο με την
πρέπουσα τάξη και πνευματική ησυχία. Mαζεύουν πλούτη ενδίδοντας
στην αδικία και, μη φειδόμενοι των περιουσιών, ούτε των ιερών ούτε του
δημοσίου, κλέβουν προκλητικά από παντού, και ούτε στης Δικαιοσύνης τα
σεβάσμια θεμέλια δεν αποδίδουν τον προσήκοντα σεβασμό,
της Δικαιοσύνης που κρατά σφραγισμένο το στόμα της, έχει όμως πλήρη
συνείδηση όσων γίνονται και όσων έγιναν, και κάποια στιγμή μέσα στον
χρόνο καταφτάνει για να επιβάλει ποινές. H κατάσταση αυτή καταντά
πληγή αναπόφευκτη για όλη την πόλη, η οποία γρήγορα οδηγείται στη
χειρότερη δουλεία· αυτή ξεσηκώνει τη στάση και τον εμφύλιο σπαραγμό
από τον ύπνο του, αυτόν που ευθύνεται για την απώλεια τόσων ψυχών
στο άνθος της ηλικίας τους.
Σύντομα η αγαπημένη πόλη καταλύεται από τα χέρια των εχθρών,
και πνίγεται στις συνωμοσίες που χαροποιούν τους αδίκους.
Aυτές οι συμφορές που βρίσκουν τον λαό
αναγκάζουν πολλούς φτωχούς να ξενιτευτούν,
και άλλους, ατιμωτικά σιδηροδέσμιους, να πουληθούν δούλοι.
…….………………………………………………………..
Έτσι η δημόσια συμφορά φτάνει ως του κάθε πολίτη την πόρτα·
οι πύλες κι οι αυλόγυροι δεν θέλουν πια να την κρατήσουν έξω·
τότε εκείνη, πηδώντας τον ψηλό φράχτη, καταδιώκει τον ένοχο
και τον πετυχαίνει, κι ας έχει σπεύσει να κρυφτεί
στις μύχιες γωνιές του θαλάμου του.
Aυτό είναι το μάθημα που επιθυμώ να διδάξω τους Aθηναίους:
ότι άπειρα είναι τα κακά που γεννά η Δυσνομία,
ενώ η Eυνομία αποκαθιστά τη γενική τάξη και αρμονία,
και τελικά περνάει τις αλυσίδες στον άδικο.
Ό,τι είναι τραχύ το λειαίνει, παύει τις υπερβολές·
αποδυναμώνει την ύβρη, και μαραίνει πάνω στην ακμή τους της
αμαρτίας τ' άνθη· τις στρεβλές κρίσεις τις ευθύνει· την υπερηφάνεια
την κατευνάζει· διαλύει κάθε μορφή διχοστασίας· θέτει τέρμα στον
χόλο της οξύθυμης έριδας· χάρη σ' αυτήν τα ανθρώπινα αποκτούν
το δικό τους μέτρο και ξαναβρίσκουν τη σοφία τους.

INK

Δεν πρόκειται η πόλη μας να πάθει απ' τον Δία
ούτε κι απ' τους τρισόλβιους αθάνατους θεούς·
η μεγάθυμη Παλλάδα Aθηνά προστάτρια
-κόρη του μεγάλου Δία-
το χέρι της επάνω μας ασπίδα το κρατά.
Mα οι ίδιοι οι πολίτες χαλούν την πόλη ανόσια
σπρωγμένοι από κέρδη
και τα κακότροπα μυαλά των αρχηγών
που συμφορές σωρεύει η ύβρη τους,
αφού δεν ξέρουν να κρατούν την άγρια απληστία
και τις χαρές τους να κοσμούν ήσυχα γλεντώντας·
…….………………………………………………………..
και όλο πλουτίζουν άδικα
…….………………………………………………………..
και μήτε ιερά μήτε δημόσια σέβονται
και κλέβουν και αρπάζουν από παντού
ποιος πρώτος
και της Δίκης οι αρχές οι ιερές πατιούνται όλες,
και σωπαίνει η Δίκη στην αρχή,
ξέροντας τι γίνεται και έγινε πιο πριν,
και φτάνει ύστερα καιρός και αλύπητα χτυπάει
και τούτο το χτύπημα τότε το άφευγο
όλη την πόλη χαλά και σκλαβώνει
ή ξυπνάει μέσα στην εμφύλια σφαγή
και πόλεμο ξυπνάει
και πολλών τα νιάτα τα ακριβά τα παίρνει,
γιατί απ' τις εχθρότητες η πόλη η πανάκριβη
γρήγορα καταλύεται μέσα στις εμπλοκές
που χτυπούν τους φίλους.
Tούτες οι συμφορές ξεσπούν στους πολίτες,
και πολλοί απ' τους φτωχούς δεμένοι ξεπουλιούνται
στα ξένα σκλαβοπάζαρα,
με σκοινιά ντροπής και αλυσίδες δεμένοι,
και της σκλαβιάς τα δεινά ανίσχυροι πάσχουν.
Έτσι της πόλης το κακό πέφτει στα σπίτια μέσα
και δεν το συγκρατούν οι πόρτες της αυλής·
υπερπηδά τις μάντρες κι έρχεται και πάντοτε
σε βρίσκει,
όσο κι αν φεύγοντας κρυφτείς στην πιο κρυμμένη κόχη.
Aυτά μου λέει η ψυχή να πω στους Aθηναίους,
πόσα κακά μεγάλα γεννά η Δυσνομία.
H Eυνομία όμως δίκαια τα κάνει όλα κι όμορφα
και συχνά στους άδικους βάζει γερά δεσμά,
τις αγριότητες μερεύει και τις αχορτασιές,
την ύβρη σταματά,
τα άνθη της θείας τιμωρίας μαραίνει,
τις επεμβάσεις στις δίκες και στο δίκαιο αρνιέται
και την περηφάνια μαλακώνει·
παύει τα εμφύλια πάθη
και της άγριας διαμάχης την οργή.
Όλα συνετά στους ανθρώπους και ήπια
κάτω απ' τη σκέπη της.

K. Tοπούζης

Λεξιλόγιο
1. κατὰ μέν: κατά: συνάπτεται με το αἶσαν και το φρένας.

1. ἡμετέρη (ιωνικός τύπος)= ἡμετέρα.

2. φρένας: φρήν, φρενός, ἡ= θέληση, βούληση, σκοπός (εδώ).

2. αἶσαν: αἶσα, ἡ= α) αυτό που ορίζουν οι θεοί, το πεπρωμένο·β) θέληση, βούληση των θεών.

3. μεγάθυμος, -ον= μεγαλόψυχος. Oμηρικό επίθετο της θεάς Aθηνάς.

3. ὀβριμοπάτρη, ἡ= η κόρη ισχυρού πατέρα. Kαθιερωμένο επίθετο της Aθηνάς.

3. ἐπίσκοπος: Έτσι ονομάζεται η θεά επειδή εποπτεύει και προφυλάσσει.

4. Ἀθηναίη (ιωνικό)= Ἀθηναία= Aθηνά.

4. χεῖρας ὕπερθεν ἔχει= κρατά τα χέρια από πάνω, προστατεύει.

5. ἀφραδίῃσι (επικό)= ἀφραδίαις· ἀφραδίη, ἡ= έλλειψη σύνεσης, πράξεις αφροσύνης.

5. αὐτοὶ δέ: να συνδυαστεί με το ἀστοί (στ. 6): οι ίδιοι οι πολίτες· μόνοι τους.

7. ἑτοῖμον: ἑτοῖμον (εννοείται: ἐστίν), με υποκείμενο το παθεῖν.

8. ὕβριος (επικός τύπος)= ὕβρεως· ὕβρις, -εως και -εος, ἡ= ύβρη.

9./10. Ωραία παρομοίωση της βουλιμίας και απληστίας των πολιτών με την απληστία των συμποσιαστών.

9. κόρον: κόρος, ὁ= κορεσμός, υπερβολικός πλούτος.

9. κατέχω κόρον= κυριαρχώ, δαμάζω τον κόρο.

10. δαιτός: δαίς, δαιτός, ἡ (πβ. δαίω= μοιράζω)= γεύμα, συμπόσιο. Συνάπτεται στο εὐφροσύνας.

11. ἔργμασι: ἔργμα, -ατος, τό= το έργο, το κατόρθωμα.

12. κτεάνων: κτεάνων (ποιητική λέξη)= κτημάτων· κτέανον, τό (κτάομαι)= κτήμα. H λέξη συνδέεται και με το ἱερῶν (κτήματα που ανήκουν σε ναούς κ.τ.λ.) και με το δημοσίων (κτήματα δημόσια, της πόλης). Oι γενικές πτώσεις είναι αντικειμενικές στο φειδόμενοι.

13. ἐφ' ἁρπαγῇ: η σύνταξη ἐπί + δοτική δηλώνει σκοπό.

14. θέμεθλα (ομηρικό)= θεμέλια.

15. ἥ: εννοείται η Δίκη.

15. σιγῶσα: εναντιωματική μετοχή.

15. πρό τ' ἐόντα (ομηρικό)= τα περασμένα.

16. τῷ δὲ χρόνῳ: όμως με τον καιρό.

16. πάντως: οπωσδήποτε.

16. ἀποτεισομένη: τελική μετοχή, του μελλοντικού τύπου ἀποτείσομαι ή ἀποτίσομαι του ρήματος ἀποτίνομαι= τιμωρώ, εκδικούμαι.

16. ἦλθ': γνωμικός αόριστος.

17. ἄφυκτος, -ον (πβ. φεύγω): αναπότρεπτος, αναπόφευκτος.

17. τοῦτ(ο): η διαφθορά των πολιτών και κυρίως η αδικία των ηγεμόνων.

17. ἕλκος: ἕλκος, -εος, τό= τραύμα, πληγή.

18. ἤλυθε (επικός τύπος): ο τύπος ἤλυθον χρησιμοποιείται ως αόριστος β' του ἔρχομαι.

19. στάσιν ἔμφυλον: εσωτερική σύγκρουση, εμφύλιος πόλεμος.

19. πόλεμον: κυρίως προς εξωτερικούς εχθρούς.

19. εὕδοντα: κοιμώμενο (εννοεί τον πόλεμο).

19. ἐπεγείρει: πόλεμον ἐπεγείρω= ξεσηκώνω πόλεμο.

20. ἡλικίην (ιωνικός τύπος)= ἡλικίαν· ἐρατήν … ἡλικίην: εννοεί την νεότητα

21. πολυήρατον: πολυήρατος, ον (πβ. ἐράω)= πολυαγαπημένος, πολυπόθητος.

21. ἐκ … δυσμενέων: εξαιτίας των εχθρών· δυσμενεῖς είναι κυρίως εδώ οι εσωτερικοί εχθροί της πόλεως και της πολιτικής τάξης και αρμονίας.

22. τρύχεται= τρύχομαι (ομηρικό): καταπονούμαι, βασανίζομαι.

22. συνόδοις: εννοεί προφανώς τις πολιτικές ενώσεις ή τα κόμματα. Συνώνυμό του ἑταιρεῖαι.

23. πενιχρῶν: πενιχρός, -ά, -όν= φτωχός (πβ. πένης, -ητος).

25. ἀεικελίοισι: ἀεικέλιος, -ία , -ιον= απρεπής, ανάρμοστος, επονείδιστος.

25. πραθέντες: μετοχή του παθητικού αορίστου ἐπράθην του ρήματος πιπράσκω= πουλώ (οι χρόνοι του ρήματος συμπληρώνονται ως εξής: πιπράσκω,πέπρακα, ἐπεπράκειν / πιπράσκομαι, πραθήσομαι και πεπράσομαι, ἐπράθην, πέπραμαι).

28. ὑπέρθορεν=ὑπερέθορεν (επικός αόριστος του ρήματος ὑπερθρώσκω= υπερπηδώ). Γνωμικός αόριστος με υποκείμενο το κακόν.

28. εὗρε (επικός, αναύξητος τύπος): εννοείται κακόν. Γνωμικός αόριστος.

29. ἐν μυχῷ θαλάμου: στο βάθος του σπιτιού.

29. φεύγων: προσπαθώντας να αποφύγει το κακό.

31. Δυσνομίη: το σύνολο των κακών νόμων, κακή διακυβέρνηση. Δεν πρόκειται εδώ για έλλειψη νόμων (ἀ-νομία ) ή για παράβαση των νόμων (παρανομία).

32. εὔκοσμα= εὔκοσμος, -ον: πλήρης αρμονίας και τάξεως.

33. θαμά (επίρρημα): συχνά.

33. ἄρτια: ἄρτιος, -ία, -ιον (πβ. ἀραρίσκω)= αρμονικός, αρμόζων.

34. ἀμαυροῖ: ἀμαυρόω, -ῶ= σκιάζω, σκοτεινιάζω, καταστρέφω.

35. αὑαίνει: αὑαίνω (αττικό)= αὐαίνω (ιωνικό)= ξηραίνω (οι χρόνοι του ρήματος συμπληρώνονται ως εξής: αὐαίνω, αὐανῶ, ηὔηνα).

36. σκολιάς: σκολιός, -ά -όν= λοξός, άδικος, όχι ορθός.

36. εὐθύνει: εὐθύνω (πβ. εὐθύς)= κατευθύνω, ευθυγραμμίζω.

36. ὑπερήφανά τ' ἔργα: έργα υπερηφάνιας, υπεροψίας.

37. ἔργα διχοστασίης: εμφύλια έριδα.

38. χόλον: χόλος, ὁ= οργή, θυμός.

38. ἀργαλέης (ιωνικό)= ἀργαλέας· ἀργαλέος, -έα, -έον= οδυνηρός, θλιβερός.

38. ἀργαλέης ἔριδος χόλον: εδώ εννοείται η οργή των αδικουμένων.

39. πινυτά: πινυτός, -ή, -όν (πβ. πινύσσω)= συνετός, φρόνιμος.

Από εκπαιδευτικό υλικό Κέντρου Ελλη
νικής Γλώσσας,

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ


ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ
Του ζωγράφου +Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα


Τίτλος: Ο άγιος Προκόπιος
Χρονολογία: 1315-1320 μ.Χ
Υλικό: Νωπογραφία
Προέλευση: Κωνσταντινούπολη, Μονή της Χώρας, παρεκκλήσιο
Πηγή: Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μ., Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Ελληνική Τέχνη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995.

.......................................
Για μας τους ΄Έλληνες υπάρχει ζωντανή και η άλλη πλευρά: Η Βυζαντινή παράδοση . Εκείνη ακριβώς που ονειδίζεται, λοιδορείται από τους "νέους" σαν τον Σαβέττα ή τον Τζιόττο. Στην βυζαντινή ζωγραφική δεν θα συναντήσουμε τα νατουραλιστικά στοιχεία που παρατηρήσαμε στην Ιταλική Πρωτο-Αναγέννηση και ακόμη λιγότερο τις αισθησιακές προεκτάσεις της . Ακόμη και η αφηγηματικότης είναι περιορισμένη στο ελάχιστον. Δεν υπάρχουν εγκόσμιοι άγιοι, ούτε εγκόσμιες πράξεις ή σκηνές, ούτε προσωπογραφίες, ιδιωτικές κατοικίες, παλάτια μεγιστάνων, πόλεις, αρχιτεκτονικά τοπία, ερείπια και φυτά με τα οποία βρίθει η Ιταλική Αναγέννησις. Αν φαίνεται κάπου ένα κτήριο είναι πάντοτε το ίδιο συμβατικό σχήμα με την ίδια πάντα ανεστραμμένη προοπτική, με το ίδιο πάντα απλωμένο παραπέτασμα. Αν αναπαραστώνται βράχοι παίρνουν μορφή υπερκαθημένων , τραπεζοειδών και πολυεδρικών στερεών που αγνοούν την προοπτική του τόνου και του χρώματος. Ουσιαστικά η "φύσις" δεν υπάρχει. Το φόντο είναι ουδέτερο, χρυσό ή μονόχρωμο. Αν πρόκειται για δάσος, ένα δένδρο αρκεί. Έτσι, ποτέ δεν θα μας δώσει ο βυζαντινός τεχνίτης ένα ρομαντικό τοπίο όπως του Κλώντ ή του Πουσσέν. Και όμως στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας, στο ψηφιδωτό εκείνο όπου ο Χριστός προσεύχεται μόνος επί του Όρους Ελαιών, υπάρχουν βράχοι εξαίσιοι, "αληθινοί" και αγκάθια τόσο ξερά και μυρωδάτα που σε κάνουν να απορείς και να αναλογιστείς τι άρα γε θα έκαναν, τι θαύματα, αν οι βυζαντινοί τεχνίται επέτρεπαν στον εαυτό τους την αναπαράσταση της φύσεως. Άλλ' ούτε οι ίδιοι το επέτρεπαν στον εαυτό τους ούτε η εκκλησιαστική εξουσία. Άλλες είναι οι επιδιώξεις της βυζαντινής τέχνης. Άλλος ο προορισμός της. Η βυζαντινή τέχνη είναι μοναδική και άφθαστη στο ότι επενόησε σχήματα ταυτόσημα με σύμβολα υπερβατικά των αχράντων μυστηρίων, λειτουργικούς αίνους που βασίζονται σε μίαν υπερκόσμια γεωμετρία, κατοπτρισμούς ουρανίων ενοράσεων, νοητά αρχέτυπα – κάτι σαν άλλου είδους Ινδικά ή Θιβετιανά "μάνταλα". Δεν υπάρχει τέχνη πιο αυστηρή. Κοιτάζοντας την περίτεχνη αλληλουχία, διαβάθμιση και αλληλοεξάρτηση των σχημάτων, άγεται κανείς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί τέχνης που εφ ήρμοσε την άτεγκτη αναγκαιότητα της μηχανικής επιστήμης στην έκφραση του θρησκευτικού συναισθήματος. Δεν υπάρχει εδώ ο λυρισμός του Σασσέτα ούτε αισθηματολογία ούτε καν αίσθημα, αλλά μία κρύα, παγερή κατασκευή που δεν επιδέχεται ούτε προσθήκη ούτε τελειοποίηση. Αν τελειοποιηθεί θα αλλάξει αναγκαστικά είδος και θα προσλάβει άλλη μορφή. Τα πάντα έχουν τυποποιηθεί. Τα σχήματα, τα φώτα, τα ημιτόνια, οι σκιές. Στην βάση υπάρχει η γραμμική-γεωμετρική σύνθεσις που συνεχώς θυμίζει τον μαθηματικό γνώμονα. Κάθε σχήμα εντάσσεται και προέρχεται από τα προηγούμενα. Είναι ένας Αριστοτελικός συλλογισμός, μία αλγεβρική εξίσωσις αλάνθαστη. Ο καλλιτέχνης δεν υπάρχει. Έχει αφομοιωθεί με την απόδοση μιάς οντότητας που τον απορροφά και τον εξουθενώνει ολοκληρωτικά. Τα υπερφυσικά όντα που εικονίζει έχουν την πληρότητα και την στιλπνότητα του ατσαλιού. Η σοφή τοποθέτησις των τριγωνικών ή γωνιακών φώτων, οι λεπτότατες γραμμικές ψιμυθιές, οι γραμμικές σκιές και όλος ο ρυθμός της αφηρημένης αυτής φωτοσκιάσεως μεταμορφώνει τα όντα τούτα σε κινητές πανοπλίες που αντανακλούν ή απορροφούν το φως με τις ακμές και τις υπερ-λείες τους επιφάνειες. Οι στάσεις τους είναι μετωπικές και ιεραρχικές, τα πρόσωπα με υποτυπώδη έκφραση, αυστηρή και κάποτε, σχεδόν βλοσυρή, οι πτυχώσεις σχεδιασμένες με ευθείες γραμμές και λιγοστές καμπύλες προσεκτικά ζυγισμένες, έτσι που δίνουν την εντύπωση σαν να είναι τραβηγμένες με τον χάρακα. Τεντωμένες σαν την νευρή του δοξαριού, σαν υποτείνουσες τριγώνων, σαν χορδές κύκλων, σαν παραβολές και υπερβολές, γραμμένες, χαραγμένες, καρφωμένες στην σανίδα ή το σοβά, έτσι, που να μη μπορούν να ξεφύγουν, να χαλαρώσουν, να ξετεντωθούν, να λυγίσουν και να μαραθούν.


Τίτλος: Αρχάγγελος, τμήμα από την ένθρονη Παναγία με αρχαγγέλους
Χρονολογία: π. 1180 μ.Χ
Υλικό: Νωπογραφία
Προέλευση: Καστοριά, Άγιοι Ανάργυροι
Πηγή: Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μ., Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Ελληνική Τέχνη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995.


Είναι μία νοητή κατασκευή που έχει όγκο , αλλά ελάχιστο όγκο, που καταλαμβάνει τον τρισδιάστατο χώρο, αλλά τον καταλαμβάνει μόλις. Ποιος κατ' αρχήν εφεύρε και επενόησε το στυλ αυτό της ζωγραφικής είναι άγνωστον, αλλά κάποιος σοφός και ιδιόμορφος και τολμηρός τεχνίτης πρέπει να συνέθεσε τα ιδιάζοντα τούτα στοιχεία. Δεν είναι δυνατόν να εγεννήθηκαν σποραδικά και τυχαία και συν τω χρόνω. Η αφετηρία βεβαίως βρίσκεται όπως ξέρουμε στην ελληνιστική τέχνη της παρακμής κυρίως. Πράγματι, η βυζαντινή τεχνοτροπία έχει διαφυλάξει πιστά το μάθημα της ελληνιστικής εποχής. Κάτω από την αυστηρή, την άτεγκτη και σκληρή παρουσία της, βρίσκεις, αν σκάψεις, όλη τη γνώση των επιπέδων, αξόνων, συνθέσεων, φωτοσκιάσεων καθώς και της αναγλυφικότητος κατά το σύστημα της αρχαίας. Αλλά από την ελληνιστική τέχνη κάποιοι διανοούμενοι και δαιμόνιοι πρωτομάστορες διεμόρφωσαν πρώτοι, καθώς υποπτεύομαι, άγνωστον πότε, αλλά ίσως κατά τον 3ο μ. Χ. αιώνα τον απόκοσμο τούτο βυζαντινό ρυθμό. Δεν αρκέστηκαν να υιοθετήσουν την γνώση του χρώματος, την κλασσική γραμμή, την ένοια της συνθέσεως. Πήραν και κάποιες νοητές αρχές που ανάγονται σε δύο πηγές: Αφ' ενός, στα επιστημονικά επιτεύγματα του μαθηματικού γεωμέτρου ΄Ηρωνος , όπως είναι τα "πνευματικά" και η "Κατοπτρική". Αφ' ετέρου, στις μεταφυσικές και αισθητικές θεωρίες του Πλωτίνου, και μέσω αυτού της θεωρίας των ιδεών του Πλάτωνος.

Το βαθύ αυτό και ολοκληρωμένο σύστημα γνώσεων, το φυλαγμένο μέσα της, η βυζαντινή τέχνη το μετέδωσε ολόγυρα, σε πάμπολλες άλλες τέχνες, πρωτίστως δε στην νηπιακή τέχνη της Δύσεως. Αν λοιπόν εσυκοφαντήθη ως βάρβαρος είναι μόνο από όσους δεν αντελήφθησαν τι περιείχε πέραν από την ξηρότητα και αυστηρότητά της καθώς και τι προσέφερε. Ουσιαστικώς προσ έφερε τα πάντα. Ήταν η τέχνη η διδάσκαλος, όπως θα έλεγε ο Καβάφης: "Εις κάθε λόγον, εις κάθε έργον η πιο σοφή". Δυστυχώς υπάρχουν ακόμη στην Δύση πολλά εγχειρίδια και ιστορίαι της τέχνης ή του σχεδίου που αγνοούν και παραλείπουν τις αρχές τούτες της βυζαντινής παιδείας και παρουσιάζουν ως εκ τούτου μία παραμόρφωση της πραγματικότητας ξεκινώντας αυθαίρετα από την Τέχνη της Φλωρεντίας με τον Ντούτσιο, τον Ορκάνια, και τέλος τον Τζιότο.

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας

Τίτλος: Οι Απόστολοι πιστοποιούν τη Μετάσταση, τμήμα από την Κοίμηση της Θεοτόκου
Χρονολογία: 1313-1314 μ.Χ
Υλικό: Νωπογραφία
Προέλευση: Μονή της Στουντένιτσα, Ναός των Αγίων Ιωακείμ και Άννας
Πηγή: Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Μ., Βυζαντινές Τοιχογραφίες, Ελληνική Τέχνη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1996.

" ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ " Φ.ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



-Ο Φώτης Κόντογλου (πραγματικό όνομα Φώτιος Αποστολέλης: Αϊβαλί Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 – Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965) ήταν έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την «ελληνικότητα», δηλαδή μία αυθεντική έκφραση, επιστρέφοντας στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Είχε ακόμα σημαντικότατη συμβολή στον χώρο της βυζαντινής εικονογραφίας. Σήμερα θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του Τριάντα». Μαθητές του ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά.



Οἱ πέτρες
Πρώτη σύσταση, στερνὸ ἀπομεινάρι τῆς γῆς



--------------------------------------------------------------------------------

Πέτρες! Τί εἶναι οἱ πέτρες; Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα! Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης.

Ὡστόσο, μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτὲς οἱ τιποτένιες πέτρες θ᾿ ἀπομείνουνε μονάχα, ὅποτε χαλάσει ὁ κόσμος καὶ λείψει κάθε ζωὴ ἀπάνω στὴ γῆ. Αὐτὲς εἶναι ἡ πρώτη σύσταση τοῦ κόσμου, κι αὐτὲς θά ῾ναι τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι του. Δὲν κουνιοῦνται ἀπὸ τὸν τόπο τους, δὲν μιλᾶνε. Μὰ θαρρῶ πὼς ἀκοῦνε καὶ πὼς βλέπουνε. Μᾶς βλέπουνε ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κι ὅσα κάνουμε, ἀκοῦνε ὅσα λέμε ἐμεῖς οἱ λιγόζωοι, οἱ ψευτο-κανωμένοι, καὶ μᾶς ἐλεεινολογᾶνε γιὰ τὴν ἀνοησία μας, πὼς τάχα θὰ κυριέψουμε τὸν κόσμο! Οἱ πέτρες ποὺ πατοῦσε ἀπάνω τους ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος θὰ κρυφογελούσανε μὲ τὴ ματαιοδοξία τους, γιατὶ ξέρανε πὼς θὰ σβήσουνε πολὺ γρήγορα, σὰν καπνός, κι αὐτοί, κι οἱ αὐτοκρατορίες τους, κ᾿ οἱ δόξες τους, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτὲς θὰ στεκόντανε ἀκατάλυτες, ὅπως καὶ θὰ βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα σὲ κάποια μεριά. Ἀπὸ τότε τὶς πατήσανε χιλιάδες ἄνθρωποι, δίχως νὰ τὶς δώσουνε καμμιὰ προσοχή, κι ὅλοι τους γινήκανε κουρνιαχτός, σὰν νὰ μὴν ᾔρθανε ποτὲς στὸν κόσμο.

Πολλὲς φορὲς κάθουμαι καὶ κοιτάζω τὶς πέτρες ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκουνται μπροστά μου, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ κοιτάζουνε καὶ κεῖνες μὲ κάποια μυστηριώδη μάτια ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ πὼς κρυφοκουβεντιάζουνε μεταξύ τους καὶ πὼς κρυφογελοῦνε γιὰ τὴν κουταμάρα μας νὰ φανταζόμαστε μεγάλα καὶ τρανὰ πράγματα, νὰ βγάζουμε ὁ ἕνας τ᾿ ἀλλουνοῦ τὰ μάτια καὶ νὰ τὶς στοιβιάζουμε, αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ μᾶς περιγελᾶνε, τὴ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἢ νὰ τὶς πελεκᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε ἀγάλματα καὶ ταφόπετρες, γιὰ νὰ τὶς βάλουμε ἀπάνω στὴν κοιλιά μας ἅμα πεθάνουμε! Ἀνατριχιάζω ὧρες-ὧρες, γιατὶ νοιώθω καθαρὰ τὰ γέλια ποὺ κάνουνε κρυφὰ οἱ πέτρες γιὰ τὴν κουταμάρα μας.

*

Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.

Ἀντίκρυ θαμποφαινόντανε, μέσα στὴ ἄχνα της θάλασσας, τὰ βουνὰ τῆς Εὔβοιας. Κατὰ τὸν γραῖγο, ξεχώριζε καθαρὰ ἡ στεριά, μ᾿ ἕναν ἄλλο κάβο, πέρα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα. Παραμέσα στὴ στεριά, βορεινότερα ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόμουνα, μαυρίζανε τὰ ἄγρια μυτερὰ βουνά, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπὸ τὴν Πεντέλη σὰν δυναμάρια. Ὅσο ἥμερο εἶναι αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν Ἀθήνα, τόσο ἄγριο καὶ θυμωμένο εἶναι ἀπὸ τούτη τὴ μεριά, ἀπὸ τὰ βορεινά, σὰν νὰ φοβερίζει τὸ μπουγάζι ποὺ ἔβγαλε τοὺς Πέρσες γιὰ νὰ τὸ πατήσουν, πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια.



Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι. Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.

*

Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!

Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὰ μικρά μου χρόνια, κι ὅσα ἔγραψα τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα μοναχὸς στὸ νησί μου; «Μάζευα ὅ,τι εὕρισκα στὴν ἀκροθαλασσιά, ἕναν κόσμο κοχύλια καὶ τσόφλια, εἴτε χρωματιστὲς πέτρες. Ὅλα αὐτὰ τὰ στόλιζα ἐκεῖ μέσα. Μοῦ ῾καναν μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση, ὅσο τίποτα στὸν κόσμο... Ἔστεκα ὧρες καὶ τὰ κοίταζα, σηκωνόμουν κ᾿ ἔβλεπα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τὰ βουνὰ καὶ τὴ θάλασσα». Κι ἀλλοῦ ἔγραφα: «Μιὰ ἄσπρη πέτρα ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ κείτεται στ᾿ ἀκρογιάλι, τραβοῦν τὴν προσοχή μου. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα πράγματα, ἐδῶ μοῦ φαίνονται γεμάτα ἀπὸ ἐνδιαφέρον... Βλέπω τὰ πράγματα ἴσια, χωρὶς ἡ ἐντύπωση νὰ βλαφτεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔμαθα νὰ καταλαβαίνω ὡς τώρα, λέγοντας αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια: Νερὰ καὶ γῆς. Ἐδῶ κἂν δὲν ὑπάρχουν πλέον ὀνόματα, παρὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα πέφτουν ἀπάνω στὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὸ βάρος τους, ἄγρια κι ἀδιάφορα...».

Καὶ ὅμως, πόσο ἀγαπημένες μοῦ εἶναι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ μάζεψα! Κείτουνται ἐκεῖ χάμω, σωρός, καὶ κανένας δὲν τὶς βλέπει, κανένας δὲν καταδέχεται νὰ τὶς δεῖ. Κ᾿ ἐγώ, σὰν νὰ εἶμαι ὁ μόνος πό ῾χει μάτια γιὰ νὰ δεῖ τὴ μυστηριώδη ἐμορφιά τους.

Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.

«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

TO ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΟΥ

 


Η Αλικαρνασσός είναι η κυριότερη από την Εξάπολη, τις έξι δωρικές πόλεις (Λίνδος, Ιαλυσός, Κάμειρος, Κως, Κίδνος) στην Μικρά Ασία. Είναι το σημερινό Μποντρούμ της νοτιοδυτικής Τουρκίας.


Από τον 5ο αιώνα π.Χ. κυβερνιόταν από Κάρες βασιλείς που ήταν υποτελείς των Περσών, πλην όμως θαυμαστών του ελληνικού πολιτισμού και πνεύματος.

Ένας από αυτούς ήταν ο Μαύσωλος γιος του Εκάτομνου από τα Μύλασα πόλης της Μ. Ασίας στην Καρία, δυνάστης της Καρίας από το 337 π.Χ. έως το 353 π.Χ. υπό τον βασιλέα της Περσίας. Παντρεύτηκε την αδελφή του Αρτεμισία. Οι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Πλίνιος, αποδίδουν στην Αρτεμισία την κατασκευή του μεγάλου κτιστού τάφου του συζύγου της, που εξαιτίας του μεγέθους και του πλούτου του, όλα τα ανάλογα μνημεία, από την ρωμαϊκή εποχή, επικράτησε να ονομάζονται «Μαυσωλεία».

Η Αρτεμισία, αν και μετείχε στην Περσική εκστρατεία κατά των Ελλήνων, επέλεξε τους επιφανέστερους Έλληνες αρχιτέκτονες και γλύπτες για τον σχεδιασμό του.

Υπολογίζεται ότι η κατασκευή του ξεκίνησε γύρω στο 370-365 π.Χ. και τελείωσε περίπου στο 350 π.Χ. μετά τον θάνατο της Αρτεμισίας.

Από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο μαθαίνουμε πως από κοινού φιλοτέχνησαν τα γλυπτά του Μαυσωλείου, οι Σκόπας ο φημισμένος αρχιτέκτονας και γλύπτης από την Πάρο, ο οποίος φιλοτέχνησε τα γλυπτά της ανατολικής πλευράς, ο μαθητής και συνεργάτης του Βρύαξης, Έλληνας ανδριαντοποιός από την Καρία, ο οποίος εκπαιδεύτηκε και πολιτογραφήθηκε στην Αθήνα. Ο Βρύαξης ανέλαβε την βορεινή πλευρά, μαζί με τους Λεωχάρη (έργα του η προσωπογραφία του Ισοκράτους, Απόλλων του Μπελβεντέρε, αρπαγή του Γανυμήδη από τον Δία κ.α.), σπουδαιότατος μετά τον Πραξιτέλη ο οποίος ανέλαβε την νότια πλευρά. Τέλος από τον Αθηναίο Τιμόθεο (375-340 π.Χ. έργα του το άγαλμα του Άρη στην Αλικαρνασσό, Ασκληπιού στην Τροιζηνία, αγάλματα, αετώματα και ακρωτήρια στον ναό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο). Ο Βιτρούβιος αναφέρει τον Τιμόθεο ως αντικαταστάτη του Πραξιτέλη. Χάρη σε αυτούς δόθηκε στο κτίριο η τότε, αλλά και η σημερινή, φήμη του και συγκαταλέχτηκε σε ένα από 7 Θαύματα του Κόσμου. Η τέχνη του ενός συναγωνιζόταν την τέχνη του άλλου.  Δυστυχώς, η Αρτεμισία, δεν πρόλαβε να τα δει ολοκληρωμένα.

Το μέρος πάνω από την κιονοστοιχία είχε αναλάβει να κατασκευάσει ο χαλκουργός και αρχιτέκτονας  Πύθεος (έργα του: ναός της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη κλπ), ο οποίος φρόντισε να υπάρχει μία βαθμιδωτή πυραμίδα με ένα μαρμάρινο τέθριππο άρμα στην κορυφή, που την βάση του διακοσμούσε ζωοφόρος με τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων.
Το τέθριππο στην κορυφή του Μαυσωλείου, πτυχές
της ιστορίες, το θέλουν να βρίσκεται μετά από πολλές
περιπέτειες στην Βασιλική του Αγίου Μάρκου στην
Ιταλία. Επίσης, ότι το συγκεκριμένο αποτελεί αντίγραφο
του αρχικού που, τελικά κατέληξε στην Βασιλική.



Αν στους υπολογισμούς μας συμπεριλάβουμε και το τέθριππο, τότε το ορθογώνιο κτίριο είχε ύψος 140 πόδια (περίπου τεσσεράμισι μέτρα). Από αυτά, 60 ήταν για το πόδιο, 37 ½ για την κιονοστοιχία, 22 ½ για την πυραμίδα και 20 για το σύμπλεγμα του άρματος και την βάση του. Οι δόμοι ήταν γενικά τετράγωνοι με πλευρά 90 εκ. και πάχος 30εκ. Το Μαυσωλείο είχε μήκος 63 πόδια στη βόρεια και νότια πλευρά, και πλαϊνά μήκη 120 και 100 ποδών. Είχε ύψος 25 κύβιτα δηλαδή 37 ½ πόδια, περίμετρο 440 πόδια και περιστοιχιζόταν από 36 κίονες ιωνικού ρυθμού, πιθανόν σε διάταξη 11 Χ 9. Μεγάλο μέρος στο εσωτερικό του κτιρίου πρέπει να ήταν συμπαγές και αποτελούνταν από πράσινη ηφαιστειακή πέτρα..

Την βάση της οροφής διακοσμούσαν λιοντάρια, την κορυφή του ποδίου Αμαζόνες και την βάση του ανθρώπινες φιγούρες σε φυσικό μέγεθος που μάχονταν. Τα φατνώματα του περιστυλίου της οροφής διακοσμούνταν με ανάγλυφες πλάκες των άθλων του Θησέα. Ανάμεσα στους κίονες του περιστυλίου, υπήρχαν κολοσσιαίοι ανδριάντες, μεταξύ των οποίων, φυσικά, ο Μαύσωλος και η Αρτεμισία.

Άλλα θέματα που συμπλήρωναν τον γλυπτό διάκοσμο ήταν υπερμεγέθη σκηνές από κυνήγι ζώων, προσφοράς, μία μάχη σε φυσικό μέγεθος μεταξύ Ελλήνων και Περσών, καθώς και πολλές ανδρικές και γυναικείες μορφές, μεσαίου μεγέθους. Ενδεχομένως, τα τρία διαφορετικά μεγέθη να υπονοούσαν τον κόσμο των ηρώων, των δαιμόνων (δαήμων) και των θεών.

Πολύ περισσότερο από τον ναό της Αρτέμιδος, στο Μαυσωλείο διακρίνουμε αρχιτεκτονικούς συνδυασμούς τριών διαφορετικών πολιτισμών. Το ψηλό, τετράγωνο πόδιο που είναι δείγμα ταφής των Λυκίων. Το περιστύλιο πάνω από το πόδιο, που είναι σαφώς ελληνικό-ιωνικό και τέλος η πυραμοειδής οροφή που θυμίζει έντονα Αίγυπτο.

Ένας σεισμός του 13ου αιώνα φαίνεται να καταστρέφει την οροφή και την κιονοστοιχία, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή έρχεται δύο περίπου αιώνες αργότερα, το 1494 από τον ανθρώπινο παράγοντα και δη τους  Ιωαννίτες.
                                                                 

Εδώ συναντούμε πάλι τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο καθώς οι Ιωανίτες ήταν οπαδοί του, οι οποία μετά τον θάνατό του αποσχίστηκαν από την Εκκλησία αλλά επανήλθαν το 438 μ.Χ. Ονομάζονται επίσης Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ, Οσπιτάλιοι Ιππότες του Αγίου Ιωάννου κλπ. Θεωρούνται το αρχαιότατο των θρησκευτικών ταγμάτων, με πραγματική αφετηρία εκείνο που ιδρύθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1022. Το τάγμα αυτό με τα μαύρα ράσα και τον λευκό οκτάκομβο σταυρό στο στήθος, έλαβε γρήγορα την μορφή θρησκευτικοστρατιωτικού τάγματος, προς εξυπηρέτηση της εκκλησίας. Από αυτούς συστάθηκε το μεταγενέστερο Τάγμα των Ναϊτών, ενώ στους κόλπους τους περιλαμβανόταν και το Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Λαζάρου ή Λαζαριστών.

Οι Οσπιτάλιοι, λοιπόν, όταν τελικώς αποφάσισαν ότι έπρεπε να ενισχύσουν το οχυρό τους, βρήκαν στο Μαυσωλείο όλα τα απαραίτητα οικοδομικά υλικά. Όχι μόνο τους κυβόλιθους που το απάρτιζαν, αλλά και τα ίδια τα γλυπτά και αγάλματα που κομματιάστηκαν και παραδόθηκαν στην πυρά για να παράγουν ασβεστοκονίαμα. Επί 30 σχεδόν χρόνια το κατεδάφιζαν. Έφτασαν μέχρι τα θεμέλια και δεν άφησαν τίποτα όρθιο.

Μόνο μερικές πλάκες της ζωοφόρου που απεικόνιζαν τη μάχη μεταξύ Ελλήνων και Αμαζόνων, επέζησαν ακέραιες, καθώς τοποθετήθηκαν στα τείχη του οχυρού προς διακόσμηση. Τις πλάκες αυτές το 1846, ένας Βρετανός λόρδος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη τις μετέφερε στο Λονδίνο, ενώ ένας άλλος μετέφερε όσες περισσότερες πέτρες μπορούσε για να κοσμήσουν μια αποθήκη του Βρετανικού Μουσείου!



΄Αγαλμα που λέγεται πως απεικονίζει τον Μαύσωλο, Βρετανικό μουσείο


Η ζωφόρος, που απεικονίζει μια μυθική μάχη ανάμεσα σε Έλληνες στρατιώτες και Αμαζόνες, διασώθηκε, επειδή οι ντόπιοι τη χρησιμοποίησαν για να καλύψουν έναν αποχετευτικό αγωγό.
Ένας μαρμάρινος ίππος με υπολείμματα από μπρούντζινο χαλινάρι
Σήμερα μόνο μερικοί σκόρπιοι σπόνδυλοι από αυλακωτούς κίονες και λαξευμένες πέτρες μαρτυρούν την αλλοτινή ύπαρξη του Μαυσωλείου

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ





Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπον μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημα μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν “δάσκαλε”. Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα “ο Σωτηράκης ο δάσκαλος”. Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσιν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου...
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' εγώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
*
* *

Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187... Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του σταυρού, κ' έλεγεν: “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τ' ουρανού, και να πάρω κ εγώ τον κόπο μου!”
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος, κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ίδια διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γέμιση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρύγηση αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροι ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπαίω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζί με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.
Ο κυρ Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ η δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν εν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελλε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια.
Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ, ο επάνω τοίχος έφθανεν ως την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
*
* *

Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός της είχαν βάλει να φυλάη τ' αμπέλια· “Ιδού εί καλή, η πλησίον μου, ιδού εί καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί...”. Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, οπού ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχειά. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.
Μίαν ημέραν, δεν ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ εκείνον τον χρόνον· άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας 55. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα πού έλειπεν· αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;
Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά. Το μέγα ορμητήριον των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενον Αετοφωλιά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.
Εφώναζα ως τρελός:
— Μοσχούλα!... πού ειν' η Μοσχούλα;
Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσία της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβολιού του κτήματος, και η οικία η ακουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν οπού ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου, η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις τον παράθυρον και έκραξε:
— Τί έχεις και φωνάζεις;
Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα:
— Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα!... Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρον της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφηνα τας αίγας μου να βοσκούν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, εν άσμα του βουνού αιπολικόν.
Δεν ηξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη:
— Έτσι όλο τραγουδείς!;.. Δε σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι!... Βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται!...
Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή... Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πως της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ήξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
*
* *

Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχιν. Δι αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν, την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σίγα διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και σα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρινής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ήλιου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάννα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσων. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδιά. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τραγών. Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισον μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να ανάβω. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτο δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμάρινης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλοστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου, κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορα της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, εάν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ήλιου, συνήθως ελούετο.
— Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο...
*
* *

Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Δια να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μιαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γίνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον η θρούν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημα μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήταν εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο. θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τοτε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω: “— Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω... Μην τρομάζης!... φεύγω αμέσως, κοπέλα μου!”
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.
“Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη... θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ εγώ τον κρημνό μου!...”
Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ' άφηνα την Μοσχούλαν μου, την αίγα, εις την τύχην της, δεμένη εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτο ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτο μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εντοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθεν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
*
* *

Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι. “Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μιά φωνή! να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζεν βοήθειαν!...”
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα... Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν!...
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον... Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!...
Ώ, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτον εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον· αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη... Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην αν ήτον φόβος να με ίδη, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το όποιον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην “εσχοινιάσθη”, μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλος της, μην ήτον κίνδυνος να πνίγη το ταλαίπωρον ζώον;
*
* *

Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουσμένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχε ακούσει, τί το παράδοξον; Ποίος φόβος ήτον; Το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκει που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν είτε όχι την φωνήν της κατσίκας —μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς...— είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου...
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατα μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα:
— Μη φοβάσαι!... δεν είναι τίποτε... δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον, διά να έλθω είς βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω... Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλύτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μια βάρκα εφάνη να προβάλλη αντίκρυ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισις της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δεύτερον κραυγήν μεγαλυτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.

Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην τα μονά ίχνη τα οποία αφήνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα!... Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της...
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου, και ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χιλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ!... Εντούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα... Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα, αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...
*
* *

Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι “εσχοινιάσθη”· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένη, και επνίγη!... Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι “αν ήθελαν να με κάνουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι...”. Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα, τα όποια αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά!...
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το όποιον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζωμαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποιον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν ως “σχοίνισμα κληρονομίας” δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει.
Ω, ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!..."
 
 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ


 καὶ τί δὲν κάνατε γιὰ νὰ μὲ θάψετε
ὅμως ξεχάσατε πὼς ἤμουν σπόρος


Ο Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, γιος προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. και φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν, εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης από το 1958 ως το 1965. Έπειτα εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων. Το 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος,που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις και τον εκδοτικό οίκο Εκδόσεις Διαγωνίου. Εκείνη την περίοδο αναπτύχθηκε ο λεγόμενος κύκλος των ποιητών της Διαγωνίου.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950) διακρίνεται για το καβαφικό ύφος της, ενώ στις επόμενες εμφανίσεις του εκφράζεται καθαρά το κυρίαρχο θέμα της ποίησής του, η εφήμερη ομοφυλοφιλική σχέση και το ερωτικό πάθος που οδηγεί στην ταπείνωση και στη μοναξιά. Κατά καιρούς κυνηγήθηκε πολύ από το κοινωνικό κατεστημένο της εποχής, όπως για παράδειγμα, κόντεψε να συλληφθεί από την χούντα λόγω της άρνησης του να παραλάβει σχετικό βραβείο για ένα πεζό του έργο τον "Χιλιαστή". Το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του.Αρνήθηκε όμως να το παραλάβει παραπέμποντας στο κείμενό του "Εναντίον" από το 1979 όπου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης απ' όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο "ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων", που μας άφησαν οι αρχαίοι.». Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο τμήμα Φιλολογίας.

Εργογραφία


Ποίηση

• Εποχή των ισχνών αγελάδων. Θεσσαλονίκη, Κοχλίας, 1950
• Ξένα γόνατα · Ποιήματα 1950-1955. Θεσσαλονίκη, 1957
• Ανυπεράσπιστος καϋμός · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1960
• Ποιήματα 1949-1960. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1962
• Το κορμί και το σαράκι · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
• Ποιήματα 1949-1964. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1964
• Προάστια · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1969
• Το κορμί και το μεράκι · Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1970 • Ποιήματα 1949-1970. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1974
• Μικρά ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1975
• Ιστορίες του γλυκού νερού . Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1980
• Το αιώνιο παράπονο · Ποιήματα και τραγούδια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981
• Νέα ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1981 (και σε δεύτερη έκδοση με τίτλο Νεκρή πιάτσα· Πεζά Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984)
• Δώδεκα τραγούδια εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαΐδη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984
• Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986 (δεύτερη έκδοση 1992, τρίτη έκδοση 1998)
• Νεκρή πιάτσα· Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
• Το κορμί και το σαράκι · Νεώτερα ποιήματα (1990-1996). Παιανία, Μπιλιέτο, 1997
• Η πιο βαθιά πληγή. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1998

Μελέτες - Παρουσιάσεις - Δοκίμια

• Κάρολος Τσίζεκ · Μια παρουσίαση από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Ηλία Πετρόπουλο. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1959
• Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1961
• Έκθεσις βιβλίων περί Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Έκδοση Επιτροπής Πνευματικών Εκδηλώσεων εορτασμού πεντηκοστής επετείου από της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης, 1962
• Δοκίμια σειρά πρώτη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1965
• Στρατής Δούκας · Μελέτη. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1969
• Τα γλυπτά της νεώτερης Θεσσαλονίκης (έρευνα με τη συνεργασία του Ι.Βλαχόπουλου και φωτογραφίες του Δημήτρη Τσίτου). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1969
• Ο ζωγράφος Γιώργος Παραλής (εισαγωγή - επιλογή έργων). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1971
• Ο ζωγράφος Στέλιος Μαυρομάτης (εισαγωγή - επιλογή έργων). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1971
• Στιχάκια του στρατού (σημείωμα - ανθολόγηση). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ, Διαγώνιος, 1973
• Τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης (1921-1924). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1975
• Ο ζωγράφος Κάρολος Τσίζεκ (εισαγωγή - ). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1976
• Ν.Μουτσόπουλος, Αναμνήσεις [Σχέδια] (πρόλογος - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1976
• Βασίλειος Λαούρδας, Φιλολογικά δοκίμια (εισαγωγή - επιλογή κειμένων). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1977
• Αποθήκη Α’ · Βιβλιοκρισίες. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1978
• Οι μεταφράσεις του ‘Ύμνου εις την Ελευθερίαν’ του Σολωμού · Βιβλιογραφία - Πληροφορίες Σχόλια. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από τον τόμο Αφιέρωμα στον καθηγητή Λίνο Πολίτη, 1978
• Μελχιόρ Φρόμμελ · 34 σχέδια (πρόλογος - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1979
• Λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη (1850-1950) · Πρώτη καταγραφή. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ.Διαγώνιος, 1980
• Ελληνικές εκδόσεις στη Θεσσαλονίκη επί Τουρκοκρατίας (1850-1912) · Πρώτη καταγραφή. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, 1986
• Ζωγράφοι της Διαγωνίου (εισαγωγή - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1983
• Ο Αμπεντίν πασάς και ένα ελληνικό ποίημά του. Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από τον πρώτο τόμο της επετηρίδας του κέντρου ιστορίας Θεσσαλονίκης Η Θεσσαλονίκη, 1985
• Διαγώνιος: Τριάντα χρόνια προσφοράς · Έκθεση τευχών και εκδόσεων του περιοδικού Διαγώνιος (1957-1986). Θεσσαλονίκη, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 1986
• Εναντίον · Τρία κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Αθήνα, Άγρα, 1986
• Χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη · Προτάσεις για τη μελέτη των καλών τεχνών στη Θεσσαλονίκη. Αθήνα, ανάτυπο από τον τόμο 1ο Συμπόσιο για την τέχνη του Τελλογλείου Ιδρύματος, 1986
• Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940 (μελέτη - ανθολογία - βιβλιογραφία). Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από τον τόμο Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912 του κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, 1986
• Εκατό χρόνια λογοτεχνικού περιοδικού στη Θεσσαλονίκη (1889-1989) · Έκθεση λογοτεχνικών περιοδικών Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 1986
• Φαίδων ο Πολίτης · Ποιήματα (εισαγωγή - επιλογή). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1988
• Με τέχνη και με πάθος · Δοκίμια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989
• Συμπληρώνοντας κενά: Σολωμός - Καβάφης - Καββαδίας - Δούκας - Λαούρδας · Φιλολογικές μελέτες. Αθήνα, Ρόπτρον, 1988
• Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων · Μια συζήτηση με τον Περικλή Σφυρίδη. Θεσσαλονίκη, Τα τραμάκια, 1990
• Εισαγωγή στα ρεμπέτικα. Θεσσαλονίκη, 1991
• Το επ’ εμοί · Δοκίμια. Αθήνα, Μπιλιέτο, 1993
• Εναντίον · Δοκίμια. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1993

Πεζογραφία

• Η κάτω βόλτα · Διηγήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1963
• Οι ρεμπέτες του ντουνιά · Μικρά πεζά. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986
• Οι προγραμματισμένοι στο χαμό · Ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης · Επιλογή. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1990
• Δώδεκα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1994
• Θεσσαλονίκην οὖ μ'ἐθέσπισεν (αυτοβιογραφικά κείμενα) θεσσαλονίκη, Ιανός, 1999

Μεταφράσεις - Διασκευές

• Εντευκτήριο · Μεταφράσεις ποιημάτων. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1966
• Τρία παραμύθια · Σπουδές λαϊκού λόγου (διασκευές). Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1989
• Το Άγιο Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο. Αθήνα, Το Ροδακιό, 1997
Πηγή ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ 
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CF%84%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82

 Αντιγόνης υπέρ Οιδίποδος
Άνδρες Αθηναίοι, τι μας κοιτάτε με περιέργεια;
Αυτός είν' ο πατέρας μου, ο Οιδίποδας,
που κάποτε ήταν βασιλιάς τρανός και τώρα
γυρνάει στην αγορά σας πληγωμένος
από τη μοίρα, κουρελιάρης και τυφλός,
παίζοντας το χαλασμένο του οργανάκι.

Άνδρες Αθηναίοι, κάθε οβολός σας
προσθέτει στην καρδιά σας μια ραγισματιά.
Του Οίκου μας τα μυστικά βαραίνουν
απ' της δικής σας φαντασίας τις προσθήκες.
Αφήστε μας, ως πότε θα μας σέρνετε
εδώ κι εκεί, σα Γύφτο με αρκούδα -
κι οι τραγωδοί να μας ανεβάζουν στα θέατρα,
να μας πολιορκούν για λεπτομέρειες,
και να ρωτούν πώς γίνηκε αυτό,
πώς δεν κατάφερε το χτύπημα να τ' αποφύγει.

Άνδρες Αθηναίοι, δε σας φτάνει
που ο πατέρας μου υπήρξε ποιητής,
ο πρώτος του συμβολισμού εισηγητής,
που με το επίγραμμα «Απάντηση στη Σφίγγα»
έσωσε τη ζωή πολλών σας - χώρια
η αισθητική απόλαυση∙ γιατί
στον ιδιωτικό του βίο εισδύετε
και ψάχνετε για οιδιπόδεια συμπλέγματα,
άνομους έρωτες
και ηδονές που απαγορεύει η τρεχάμενη ηθική;

Σας έφτανε η «Απάντηση στη Σφίγγα».
Τ' άλλα ας τ' αφήνατε στο μισοσκόταδο.
Στο κάτω κάτω, το 'κανε εν αγνοία του
ενώ εσείς το κάνετε εν πλήρει γνώσει.

Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)

ΑΝΑΜΟΝΗ






Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις  

Ερμηνεία : Aνδρέας Καρακότας



Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο.

Κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.
όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

ΤΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΣ 




Μουσική, ερμηνεία : Διονύσης Σαββόπουλος







Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
ποτέ δε λένε την αλήθεια
ο κόσμος υποφέρει και πονά
και ‘σεις τα ίδια παραμύθια



Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας
είναι πολύ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα
μα δεν ταιριάζουνε για μένα

ΒΑΡΔΑΡΙ



Μουσική:  Σταύρος Κουγιουμτζής

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς



Απόψε πάλι τριγυρνώ
μονάχος στο Βαρδάρι.
Χτύπησα πόρτες, μα κανείς
δε μου ’κανε τη χάρη.

Απ’ έξω απ’ τα σινεμά
η δίψα μου με στήνει.
Στη ρημαγμένη μου καρδιά
η αρχοντιά μου σβήνει.

Τους φίλους μου τους ντρέπομαι,
τους ξένους τους φοβάμαι
και μέσα στην κατάντια μου
τη μάνα μου λυπάμαι.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ α΄( Το δάσος)



Μουσική:  Μάνος Χατζιδάκις

Ερμηνεία : Aνδρέας Καρακότας



Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
βλασταίνουν φύλλα και κλαδιά
κι έρχονται τα πουλιά του έρωτα και κελαηδούνε.

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
οι σπόροι τους φυτρώνουν δάσος σκοτεινό,
στις λόχμες του ο φόβος ενεδρεύει.

Ζώα μικρά και ζώα άγρια το κατοικούν
όχεντρες έρπουν και ρημάζουν τις φωλιές μας,
λιοντάρια ετοιμάζονται να μας ξεσκίσουν.

Δεν ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας,
έγιναν δάσος σκοτεινό και μας πλακώνουν.

 ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ




Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία : Aνδρέας Καρακότας




Με τη συστολή φοράς τη στολή
κι όταν την πετάς, πετάς.
Σβήσε το φως επέμενε,
θυμήθηκα μιαν άλλη μου αγάπη,
τα ήθελε όλα αναμμένα.

Δεν ξέρω τι να προτιμήσω.
Μες στο σκοτάδι
χάνεται η ασκήμια μου,
μέσα στο φως
λάμπει η ομορφιά σου.

Με τη συστολή φοράς τη στολή
κι όταν την πετάς, πετάς.
Μες στο σκοτάδι χάνεται η ασκήμια μου,
μέσα στο φως λάμπει η ομορφιά σου.
Με τη συστολή φοράς τη στολή
κι όταν την πετάς, πετάς.


 ΤΟ ΠΑΡΚΟ 



Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής 

Ερμηνεία : Γιάννης Μπογδάνος



Παροπλισμένα γεροντάκια και νταντάδες
Μικρά παιδιά που παίζουν στα λουλούδια
Και κουλουρτζήδες
Και μικροί αλήτες
Τα πρωινά στολίζουνε το πάρκο

Κι ο ήλιος λάμπει μέσα απ’ τα φυλλώματα
Κι όλα είν’ ωραία και μικροαστικά

Μα όταν πέσει η νύχτα αλλάζουν όλα
Μούτρα επικίνδυνα κυκλοφορούνε τώρα
Λογιών λογιώ υποκείμενα πίσω από τα δένδρα

Μονάχα πού και πού κάνα ζευγαράκι
Τον έρωτά του ριψοκινδυνεύει
Μπροστά σε μάτια που αχόρταγα κοιτούνε

Κι όλο το πάρκο γίνεται πρατήριο
Που βγάζει στο σφυρί την παρθενιά του

Μα το πρωί θα `ρθει το συνεργείο του Δήμου
Βιαστικά να καθαρίσει
Αντηλιά βρώμικα χαρτιά τσαλακωμένα
Να `ρθει ο ήλιος να `ρθουν τα παιδιά
Να παίξουν στα λουλούδια ανυποψίαστα


ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ "ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ"
 
 

Μια σπάνια συνέντευξη από την εκπομπή "Στα άκρα"