Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ΤΑ 18 ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΗΣ ΠΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ




Τα 18 λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδος, του Γιάννη Ρίτσου γράφτηκαν εν μία νυκτί
στο Παρθένι της Λέρου στις 16/9/1968, ύστερα από κρυφή έκκληση του Μίκη Θεοδωράκη. Δύο μόνο απ΄αυτά  τα έγραψε ο ποιητής στη Σάμο την Πρωτομαγιά του 1970. Τα ποιήματα είναι γραμμένα στη φόρμα των δημοτικών λιανοτράγουδων, σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με πυκνό αλλά λιτό ύφος. Η σύνθεση του δίσκου έγινε στο Παρίσι τη διετία 1971-1973 από τον Μίκη Θεοδωράκη, και η πρώτη εκτέλεση στις 17 Ιανουαρίου 1973 στο Albert Hall με τραγουδιστές τους:Μαρία Φαραντούρη, Πέτρο Πανδή, Αφροδίτη Μάνου , Αχιλλέα Κωστούλη και τον ίδιο το συνθέτη. Η πρώτη ηχογράφηση του έργου έγινε το 1973 στο Παρίσι με τους ίδιους τραγουδιστές και κυκλοφόρησε στην Γαλλία την ίδια χρονιά από την EMI France. Παράλληλα ηχογραφήθηκε και στην Ελλάδα, κρυφά κατά τη διάρκεια της Χούντας, με τον Γιώργο Νταλάρα και την ΄Αννα Βίσση. Με την πτώση της χούντας κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα πρώτα η έκδοση με τον Νταλάρα και μετά η έκδοση με Φαραντούρη, Πανδή, Μάνου και Κωστούλη. Λίγους μήνες αργότερα κυκλοφόρησε και τρίτη έκδοση του έργου με την Μ.Δημητριάδη, Ε.Βιτάλη, Κ.Καμένο, Σ.Πασπαράκη και Σ.Κρυστάλη. 
πηγή : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ





Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο
με το λουρί στο σβέρκο

Νάτη πετιέται από 'ξαρχής
κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό
με το καμάκι του ήλιου




Ο ταμένος

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά
σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός
μαζί με τους νεκρούς του

Και απα στην πέτρα της σιωπής
τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος
της λευτεριάς ταμένος
Αναβάφτιση

Λόγια φτωχά βαφτίζονται
στην πίκρα και στο κλάιμα
βγάζουν φτερά και πέτονται
πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός
της λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά
και σκίζει τους αγέρες


Λαός

Μικρός λαός και πολεμά
δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί
το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί
τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί
ραγίζουν τα λιθάρια


Κουβέντα μ' ένα λουλούδι

Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα


Καρτέρεμα

Έτσι με το καρτέρεμα
μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε
και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα
κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ"
και βγαίνει φύλλο λεύκας
 



Μνημόσυνο

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς
στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά
μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά
και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά
τηρά κι αναστενάζει

 
Αυγή

Λιόχαρη μεγαλόχαρη
της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί
να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό
και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά
στ' ανώφλι της πατρίδας

 
Δε φτάνει

Σεμνός και λιγομίλητος
εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε
κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή
δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό
του πρέπει καριοφίλι

 

Πράσινη μέρα

Πράσινη μέρα λιόβολη
καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα
μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά
κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό γιαλό
βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

 

Συλλείτουργο

Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά
πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε
με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά
στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά
διαβάζει το βαγγέλιο


 

Το νερό

Του βράχου λιγοστό νερό
απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού
τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά
και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά
τη φτωχομάνα Ελλάδα

 

 
Το κυκλάμινο

Μικρό πουλί τριανταφυλλί
δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του
στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά
θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις
θ' αρχίσεις το τραγούδι

 

Λιγνά κορίτσια
Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ -το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του
 

Τ' άσπρο ξωκλήσι

Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά
κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό
στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά
στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς
για του Αη Λαού τη σκόλη

 

Επιτύμβιο

Το παλικάρι που 'πεσε
με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή
σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός
κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς
και τους χρυσούς αγγέλους

 

Εδώ το φως
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα
κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ' αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε

 

Το χτίσιμο

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί
τις πόρτες ποιος θα βάλει
που ‘ναι τα χέρια λιγοστά
κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά
τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς
βοηθάν κι οι αποθαμένοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου