Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

ΔΕΙΛΙΑ


       Ἡ δειλία 1 βεβαίως ἠμπορεῖ νὰ φανῇ ὅτι εἶναι ὑποχώρησις τῆς ψυχῆς ἀπὸ φόβον. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ δειλός. Ὅταν ταξιδεύῃ μὲ πλοῖον, νομίζει ὅτι τὰ ἀκρωτήρια εἶναι πειρατικὰ πλοῖα 2.— Ἂν γίνῃ θαλασσοταραχή, ἐρωτᾷ μήπως κανεὶς ἀπὸ τοὺς πλέοντας δὲν ἔχει μυηθῆ τὰ μυστήρια 3 (τῆς Σαμοθράκης) καὶ ἀφοῦ σηκώσῃ τὸ κεφάλι, ἐρωτᾷ τὸν πλοίαρχον ἂν τὸ πλοῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ πέλαγος καὶ πῶς κρίνει τὸν καιρόν, καὶ εἰς τὸν παρακαθήμενον λέγει ὅτι φοβεῖται ἀπὸ ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶδε· καὶ ἀφοῦ ἐκδυθῇ, δίδει τὸν χιτῶνά του εἰς τὸν δουλόν του καὶ παρακαλεῖ (τοὺς ναύτας) νὰ τὸν φέρουν εἰς τὴν ξηράν.— Ὅταν εὑρίσκεται εἰς ἐκστρατείαν κατὰ τὴν ἐξόρμησιν τοῦ πεζικοῦ 4 προσκαλεῖ τοὺς συνδημότας 5 του καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ σταθοῦν πρῶτα κοντὰ καὶ νὰ παρατηρήσουν γύρω, διότι, λέγει, εἶναι δύσκολον νὰ διακρίνῃ κανεὶς ποῖοι ἀπὸ τὰ δύο διαμαχόμενα μέρη εἶναι οἱ ἐχθροί.— Καὶ ὅταν ἀκούῃ φωνὰς καὶ βλέπῃ νὰ φονεύωνται, λέγει εἰς τοὺς συντρόφους του ὅτι ἀπὸ τὴν βίαν του ἐλησμόνησε τὸ ξίφος καὶ τρέχει εἰς τὴν σκηνήν· ἀφοῦ δὲ στείλῃ ἔξω τὸν δοῦλόν του καὶ τὸν διατάξῃ νὰ ἴδῃ ποῦ εἶναι οἱ ἐχθροί, αὐτὸς τὸ κρύπτει ὑπὸ τὸ προσκέφαλον καὶ ἔπειτα χρονοτριβεῖ πολύ, διότι τάχα τὸ ζητεῖ εἰς τὴν σκηνήν.— Ὅταν βλέπῃ ὅτι κάποιον φίλον του πληγωμένον φέρουν εἰς τὸ στρατόπεδον, τρέχει πρὸς αὐτόν, τὸν ἐνθαρρύνει καὶ ὑποβαστάζοντας τὸν φέρει εἰς τὴν σκηνήν· ἐκεῖ τὸν περιποιεῖται, σπογγίζει τὸ αἷμα γύρω καὶ καθήμενος κοντά του διώχνει τὲς μύγες ἀπὸ τὴν πληγήν· καὶ κάθε ἄλλο προτιμᾷ νὰ κάμῃ παρὰ νὰ πολεμῇ μὲ τοὺς ἐχθρούς·— ἂν ὁ σαλπιγκτὴς σαλπίσῃ τὸ πολεμικόν, καθήμενος εἰς τὴν σκηνὴν λέγει 'στὸ διάβολο' δὲν θὰ ἀφήσῃς τὸν ἄνθρωπον νὰ κοιμηθῇ ὀλίγον μὲ τὰ σαλπίσματα σου;—Καὶ καταματωμένος ἀπὸ τὴν ξένην πληγὴν συναντᾷ τοὺς ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν μάχην καὶ διηγεῖται 'μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς μου ἔχω σώσει ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους μου'· καὶ συγχρόνως φέρει μέσα εἰς τὴν σκηνὴν πρὸς τὸν πληγωμένον τοὺς συνδημότας καὶ φυλέτας του διὰ νὰ τὸν ἴδουν καὶ διηγεῖται εἰς τὸν καθένα ὅτι ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του τὸν ἔφερεν εἰς τὴν σκηνήν.
   1. Ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει τὴν δειλίαν ὡς ἑξῆς ‘περὶ φόβους καὶ θάρρη ἀνδρεία μεσότης· (. . .) ὁ δὲ ἐν τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων θρασὺς· ὁ δὲ τῷ μὲν φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων τῷ δὲ θαρρεῖν ἐλλείπων δειλός·— καὶ ἀνδρεία μὲν ἐστιν ἀρετή, δι’ ἣν πρακτικοὶ εἰσι τῶν καλῶν ἔργων ἐν τοῖς κινδύνοις, δειλία δὲ τοὐναντίον’ (Ἠθικ. Nικ. Β', 7, 2 πρβλ. καὶ Γ' 9 ἑξ.) Ὁ χαρακτὴρ τοῦ δειλοῦ ἐχρησίμευσεν ὡς θέμα εἰς τοὺς κωμικοὺς ποιητάς· μία τῶν κωμωδιῶν τοῦ Μενάνδρου φέρει τὸν τίτλον ψοφοδεής. Πρβλ. καὶ Ὁμ. Ἰλ. 279 κἑ. καὶ Σαίξπηρ (Falstaff). Ὁ Θεόφραστος περιγράφει τὴν ψυχικὴν κατάστασιν τοῦ δειλοῦ εἰς δύο μόνον περιστάσεις, ὅταν ταξιδεύη ἐντὸς τῆς θαλάσσης καὶ ὅταν παρευρίσκεται ὡς στρατιώτης εἰς μάχην.        2. Ἡμιολία (ναῦς) ἦτο μακρόν. ἐλαφρὸν πλοῖον, τὸ ὁποῖον εἶχε μίαν καὶ ἡμίσειαν σειρὰν κωπῶν, διὰ τὴν ταχύτητά του δὲ ἐχρησιμοποιεῖτο ὑπὸ τῶν πειρατῶν. Τὸ γελοῖον πάθημα τοῦ δειλοῦ ἔπαθον πραγματικῶς οἱ Πέρσαι, ὡς διηγεῖται ὁ Ἡρόδοτος· ὅτε δηλ. ὁ στόλος τοῦ Ξέρξου μετὰ τὴν ναυμαχίαν τῆς Σαλαμῖνος ἔφευγε τὴν νύκτα πρὸς τὸν Ἑλλήσποντον, ἐξέλαβον τὰς ἄκρας τῆς Ἀττικῆς ὡς πλοῖα ἐχθρικὰ καὶ κατετρόμαξαν (Ἡρόδ. 8, 107).
       3. Οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι ὅσοι εἶχον μυηθῆ τὰ μυστήρια τῶν Καβείρων εἰς τὴν Σαμοθράκην, διεσώζοντο ἀπὸ τοὺς θαλασσίους κινδύνους.
       4. Τὴν μάχην ἤρχιζον οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι καὶ οἱ ἱππεῖς, κατόπιν ἐξώρμα τὸ πεζικὸν πρὸς βοήθειαν αὐτῶν.
       5. Τὸ πεζικὸν ἦτο συντεταγμένον κατὰ φυλάς, ἑπομένως οἱ τῆς αὐτῆς φυλῆς καὶ τοῦ αὐτοῦ δήμου εὑρίσκοντο εἰς τὸ αὐτὸ τάγμα.
Σχόλια - απόδοση στην Ν.Ελληνική : Εμμανουήλ Δαυίδ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου